Η Μαρία Λοϊζίδου, από τις εικαστικούς που έχουν σημαντική παρουσία στην κυπριακή και διεθνή εικαστική σκηνή, μιλά για την προσπάθεια να εκφράσει με τη δουλειά της οικουμενικές αξίες και καθολικές αγωνίες, στις δύσκολες συνθήκες στις οποίες καλούνται οι Κύπριοι δημιουργοί να παράγουν έργο.

– Ξεκινήσατε την πορεία σας στην τέχνη στη Γαλλία, σπουδάζοντας στη Λυών. Πώς ήταν το περιβάλλον εκεί τότε; Ήταν η δεκαετία του ’80, στον απόηχο των φεμινιστικών κινημάτων της Αμερικής, στην απαρχή της performance art, με πρωταγωνιστές τους Ulay και Marina Abramovic, αλλά και τη Λυονέζα Orlan. Στο Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης, πάνω από τον κεντρικό σταθμό τραίνων Perache, ζήσαμε τις θρυλικές performances όλων αυτών στη πρώιμη εποχή της καριέρας τους. Την ίδια εποχή πρωτοεμφανιζόταν η εννοιολογική τέχνη, εδραιωνόταν εκ νέου η ψυχανάλυση, τα κινήματα των νέων Γάλλων φιλοσόφων και ήταν φρέσκες οι αναφορές στον Μάη του ’68.

– Συνειδητοποιούσατε τότε ότι μπαίνατε σε μια πρωτόγνωρη πορεία; Ήταν περίοδος ενθουσιασμού, ενέργειας, δίψας για μάθηση και κατανόηση, ατελείωτων ωρών μελέτης και πρακτικής, συμπυκνωμένη δόση περιέργειας, μεγάλης περιέργειας για το διαφορετικό, το άγνωστο, το νέο.

– Έχουμε δει σε μια έκθεση της Art Seen στην Λευκωσία ένα από τα πρώτα έργα σας που δημιουργήσατε αμέσως μετά τις σπουδές σας, το οποίο είχε παρουσιαστεί στην γκαλερί Δεσμός της Αθήνας το 1987. Ήταν μια σημαδιακή αφετηρία για σας; Σημαδιακή αφετηρία για μένα μετά τις σπουδές μου ήταν το Παρίσι. Η επαφή μου με το ψυχαναλυτικό κίνημα του Lacan, τα σεμινάρια φιλοσοφίας στο College de France με δάσκαλο το Michel Foucault, τα σεμινάρια στο πανεπιστήμιο Vincent με μέντορα τον Gilles Deleuze, οι στενές επαφές με τους καλλιτέχνες Sarkis, Giulio Paolini, Anne και Patrick Poirier, οι επαφές μου με κινήματα της Αριστεράς. Οι πρώτες μεγάλες συμμετοχές μου σε ομαδικές εκθέσεις, στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης του Παρισιού το 1982, οι πρώτες in citu εγκαταστάσεις σε ιστορικά κτήρια όπως η έκθεση στην Conciergerie (φυλακές της Μαρίας Αντουανέττας) το 1983. H συνάντησή μου με τον Δεσμό έγινε αργότερα και υποστήριξε την επάνοδο μου στη Κύπρο. Η αναφορά στην Art Seen αυτής της συνεργασίας με τον Δεσμό, περιοριζόταν σε ένα μικρό έργο, δώρο προς την Έπη Πρωτονοταρίου, μια εμβληματική φιγούρα στο χώρο της τέχνης στην Ελλάδα, με την οποία αναπτύξαμε μια καταπληκτική και σπάνια σχέση γκαλερίστα με καλλιτέχνη. 

– Ήταν ευνοϊκές οι συνθήκες για να εξελίξετε τη δουλειά σας όταν επιστρέψατε στην Κύπρο τη δεκαετία του ’90; Η περιορισμένη αλλά εξαιρετικά ποιοτική κοινότητα Κύπριων καλλιτεχνών, η νεοσύστατη κοινότητα φιλότεχνων που προσδοκούσε να συνδεθεί με την τέχνη μέσω της απόκτησης έργων, η παντελώς απούσα στρατηγική εκ μέρους του κράτους για τα εικαστικά, αλλά σε αντιστάθμισμα η προσπάθεια της τότε διευθύντριας των Πολιτιστικών Υπηρεσιών Ελένης Νικήτα να δημιουργήσει κατάλληλες συνθήκες ανάπτυξης της σύγχρονης τέχνης στο τόπο, μας επέτρεπαν να αισθανθούμε ότι μπορούμε να αλλάξουμε τα πράγματα. Να τα οδηγήσουμε εκεί όπου βρισκόταν ο κόσμος της τέχνης στον οποίο μαθητεύσαμε. Ήμασταν φορτισμένοι με συναίσθημα ευθύνης για αλλαγή και εδραίωση συνθηκών που να επιτρέπουν τη σύνδεση με τον κόσμο. Επιχειρούσαμε να ελαχιστοποιήσουμε τις αποστάσεις που περιθωριοποιούσαν το νησί στην περίοδο πριν την ένταξή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

– Πάντα ήσασταν αυστηρή απέναντι στον εαυτό σας και την τέχνη σας; Όταν πραγματεύεσαι την ψυχή σου μέσα από αυτό που κάνεις, όταν η καθημερινότητά σου συνδέεται άμεσα με τη δουλειά σου και αντίστροφα, δεν έχεις άλλη επιλογή. Και φυσικά αυτό δεν είναι ίδιον μόνο της τέχνης.

– Το γεγονός ότι παρουσιάζετε συχνά δουλειά σας στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες, σας βοήθησε να μπείτε σε μια διαδικασία ζύμωσης με τις διεθνείς τάσεις; Η τέχνη σήμερα αναπτύσσεται και αποκτά σημασία μόνο μέσα από τη διασύνδεσή της με την ιστορικο-κοινωνικο-πολιτική συνθήκη που απασχολεί τον κόσμο. Η εσωστρέφεια περιορίζει το έργο σε μια προσωπική σχέση η οποία το αποκόπτει από τα χαρακτηριστικά που διέπουν την τέχνη σήμερα, το απομακρύνει από τη σύνδεσή του με το άλλο, το διαφορετικό, αλλά κυρίως από την πιθανότητα κατανόησης και σύνδεσης του έργου με τον άνθρωπο. Οι διεθνείς αναφορές και η προσπάθεια για εμπλοκή σε ένα διεθνές επίπεδο επικοινωνίας και συμμετοχικότητας, προσφέρει τη δυνατότητα της ταύτισης της δουλειάς μας με καθολικές αγωνίες, οικουμενικές αξίες. Συνδέει τη δουλειά με το σήμερα, συντηρώντας σε επίπεδο εγρήγορσης και προσαρμοστικότητας τις προθέσεις που εμπεριέχονται σε αυτή, προκειμένου κάθε νέο έργο να έχει να προσθέσει κάτι. Πρόκειται για μια συνθήκη ανοικτή στη δυνατότητα συνάντησης του έργου με την ιστορία. 

– Είστε η πρώτη καλλιτέχνης που παρουσίασε ατομική έκθεση στο Αρχαιολογικό Μουσείο Λευκωσίας. Τι σημαίνει για σας αυτή η εμπειρία; Ενώ προηγήθηκαν άλλες δουλειές μου σε εμβληματικούς ιστορικούς χώρους, η σύνδεσή μου με το ιστορικό κτήριο του Αρχαιολογικού Μουσείου Λευκωσίας, αλλά και με την αρχαία κυπριακή τέχνη, σηματοδότησε και τον προσανατολισμό του ενδιαφέροντός μου στα χαρακτηριστικά του Κύπριου τεχνίτη. Στην επανεξέταση του εαυτού μου και των αυτοαναφορικών κατάλοιπων της κουλτούρας στην οποία ανήκω, ένα είδος ενδοσκόπησης. Η πρόταση Curating body / The cashed space, σχολιάζει θέματα που απασχολούν τη δουλειά μου, όπου η επιθυμία υπερισχύει της ικανότητας ή της δεξιοτεχνίας, προκειμένου να παραχθεί αβίαστα το αντικείμενο το οποίο ενεργοποιεί τον «κρυμμένο χώρο». 

– Ποια άλλα μεγάλα εμβληματικά πρότζεκτ ξεχωρίζετε από τη δουλειά σας; Συνοπτικά, είναι ο μύθος της Αριάδνης σε τρεις πράξεις, Εθνική εκπροσώπηση της Κύπρου – Μπιενάλε Βενετίας 1986, Σκοτεινοί θάλαμοι – Μουσείο ενδυμασίας, ΠΛΙ – Ναύπλιο 1991, Η ακροβασία των αγγείων – Μελετητική, Αθήνα 1997, Trauma – NiMAC Λευκωσία 2000, Η εμφάνιση των αγγέλων – Φάτιμα, Πορτογαλία 2007, Self Other, Let’s get Lost – Μπιενάλε αρχιτεκτονικής Βενετίας, 2004 και 2016 αντίστοιχα, Η μεταβίβαση – αρχαίο νεκροταφείο Κεραμεικού, Αθήνα 2015, Pelage, Look under the hood – Garage, Λευκωσία 2018, και οι πρόσφατες εγκαταστάσεις μου σε δημόσιους χώρους, Φτερωτοί μετανάστες – Αεροδρόμιο Λάρνακας 2020, Η Μνημοσύνη και ο Υποβολέας, εγώ είμαι το μνημείο – ΘΟΚ, Λευκωσία 2021. Monumental Lightness, Portals – Πύλη, Αθήνα 2021.

– Τι παρουσιάζετε στην ομαδική έκθεση «Portals | Πύλη» του οργανισμού ΝΕΟΝ στην Αθήνα, στην οποία συμμετέχετε αυτή την περίοδο; Την εγκατάσταση A Monumental Lightness, έκτασης 12 Χ 19 Χ 10 μέτρα, ανάθεση του οργανισμού ΝΕΟΝ, μια συλλογική εργασία που βασίζεται στην εφαρμογή 516.000 κόμβων από βαμβακερή, λινή και μεταξωτή κλωστή σε πολλαπλές επιφάνειες. Η εγκατάσταση αυτή, προσαρμοσμένη στον ανακαινισμένο εμβληματικό χώρο του πρώην Καπνεργοστασίου Αθηνών, σε συνεργασία με τον οργανισμό ΝΕΟΝ και τη Βουλή των Ελλήνων, τονίζει το μέγεθος της αντίστασης που επιτρέπει η σύνδεση των απλών καθημερινών χειρονομιών του ανθρώπου και πόσο μια τέτοια πρακτική συλλογικότητας μπορεί να γίνει ανατρεπτική.

– Ποιους καλλιτέχνες θα επιλέγατε να γνωρίσετε από κοντά, αν είχατε την ευκαιρία; Ανέκαθεν επιζητώ μια ουσιαστική συνάντηση με τους Κύπριους καλλιτέχνες και είμαι διαθέσιμη στις ευκαιρίες που παρουσιάζονται για τέτοιες συναντήσεις στο ευρύτερο διεθνές περιβάλλον. Έχω εξαιρετικούς φίλους στην κοινότητα των τεχνών και σχέσεις που ενθαρρύνουν την πρακτική μου μέσα από την κριτική σκέψη και τις συζητήσεις. Οι υποσχέσεις που δίνονται συλλογικά έχουν βαρύτητα, γιατί μας δεσμεύουν σε στιγμές καθοριστικών αποφάσεων για τη συνέχεια, μέσα σε πνεύμα αναθεώρησης πραγμάτων.

– Η εικαστική σκηνή της Κύπρου βρίσκεται σ’ ένα μεταβατικό στάδιο, όπου οι παραδοσιακές γκαλερί φθίνουν και δημιουργούνται νέοι χώροι που διευθύνονται από τους ίδιους τους καλλιτέχνες. Πώς είδατε εσείς αυτή την εξέλιξη; Πρόκειται για μια συνθήκη που καθορίστηκε κυρίως από την οικονομική κρίση και αποδέσμευσε την τέχνη από την εμπορικότητα των γκαλερί. Το ερώτημα είναι η ανεύρεση άλλων οικονομικών πόρων πέραν της αγοράς τέχνης, η οποία σε ένα διεθνές επίπεδο συνίσταται από ανάλογα κονδύλια για συλλογικές προτάσεις. Στην περίπτωση της Κύπρου, από τις χορηγίες των Πολιτιστικών Υπηρεσιών. Ο κίνδυνος που καραδοκεί σε αυτή τη περίπτωση είναι να γίνουν όλοι αυτοί οι χώροι επέκταση του αντίστοιχου υπουργείου, με όλες τις επιπτώσεις της συντηρητικής συμπεριφοράς που χαρακτηρίζει το δημόσιο, όπως η επιβολή εκπτώσεων που δυστυχώς δεν περιορίζονται σε οικονομικές.

– Ανήκετε στους καλλιτέχνες που διατηρούν στενές σχέσεις με τη νέα γενιά καλλιτεχνών και τους στηρίζουν. Τι σας φέρνει κοντά τους; Περνώ τη ζωή μου σε εξέγερση ενάντια στη σύμβαση. Κάποιος πρέπει να έχει την επιθυμία για νέες δυνατότητες ανακάλυψης. Όλοι μαζί, σε μια νέα πλατφόρμα παραγωγής σκέψης, επιτρέπουμε τη συνέχεια και δίνουμε περιθώρια σε αλλαγές.

– Θεωρείτε θετική εξέλιξη για τον πολιτισμό της Κύπρου την πληθώρα των νέων καλλιτεχνών που έχουμε σήμερα; Οι σχέσεις μεταξύ των εικαστικών και θεωρητικών τέχνης και τα ερωτήματα που θέτουμε, σήμερα πολλαπλασιάζονται και ανανεώνονται. Θα έλεγα ότι ευνοϊκή συνθήκη είναι γενικά η ύπαρξη των πολλών και καλών καλλιτεχνών, των θεωρητικών τέχνης και των ανθρώπων του πολιτισμού που υποστηρίζουν την τέχνη στον τόπο. Με ενδιαφέρουν οι σχέσεις που  επιτρέπουν την άρθρωση λόγου απέναντι σε διαφορές και συγκλίσεις. Πώς να σας μιλήσω για τη δουλειά μου σήμερα, αν δεν έχω την περιέργεια να επεξεργαστώ τι συμβαίνει γύρω μου; Τι συμβαίνει στις εκθέσεις που τρέχουν τώρα τουλάχιστον στην Κύπρο, όπως π.χ. την πρόταση του Λευτέρη Τάπα στο Nimac και το τεράστιο ερώτημα απέναντι στη δεξιοτεχνία και την αποτύπωση; Τη δουλειά της Σιμώνης Φιλίππου στο Μουσείο Χαρακτικής Χαμπή, απέναντι στο ερώτημα του περιορισμού ή της ελευθερίας μιας τεχνικής; Τα ερωτήματα υλικότητας και αφήγησης που προβάλλει η δουλειά του Φάνου Κυριάκου, συγχρόνως με την παραγωγή ενός κειμένου στην έκθεση αυτή, της Νάταλι Γιαξή; Την ιστορική έκθεση στο Λεβέντειο Δημοτικό Μουσείο για το ξενοδοχείο Λήδρα Πάλλας και το κυρίαρχο αφήγημα που αποπνέει το αποτέλεσμα; Ποια είναι τα εργαλεία απόδοσης μιας έκθεσης, όπως του αρχιτέκτονα Σταύρου Οικονόμου στη ΣΠΕΛ, ένα από τα κτήρια του, το οποίο θα μπορούσε να λειτουργήσει καταλυτικά στην έκφανση του χαρακτήρα της δουλειάς του και της σημασίας του σήμερα; Πώς μπορεί μια εικαστική πρόταση, όπως της Έφης Σαββίδη, να ανταποκριθεί σε κενά που παρουσιάζονται στην κοινωνικοπολιτική ζωή του τόπου και τι οφείλει να διασφαλίσει μια τέτοια πρόταση;

– Έχει καταφέρει ο άνθρωπος να ισορροπήσει ανάμεσα στο πνευματικό έργο των δημιουργών από τη μια και το κυνήγι του καταναλωτισμού και της ύλης από την άλλη; Το πνευματικό έργο των δημιουργών δεν είναι το μόνο που προτείνει και συντηρεί εναλλακτικές μορφές πρακτικών καθημερινότητας και διαχρονικής ευημερίας. Αναμφισβήτητα ενισχύει τη μειονότητα των ανθρώπων και οργανωμένων συνόλων και οργανισμών που επιμένουν σε ανθρωπιστικές αξίες. Απ’ ό,τι διαπιστώνουμε σήμερα, το αποτέλεσμα των βιοκλιματικών αλλαγών και οι επιπτώσεις που ήδη βιώνουμε, αλλά και οι μεγάλοι κίνδυνοι  που παραμονεύουν, δεν εμποδίζουν την πλειονότητα των ανθρώπων, εν ονόματι του κέρδους, να επενδύουν σε έργα και σε πρακτικές καθημερινότητας που επιβαρύνουν στο μέγιστο την απειλή αυτή. Το ερώτημα είναι πώς ο κάθε ένας από μας κατανοεί την έννοια της ευημερίας του ανθρώπου και ποια η καθημερινή μας στάση όταν καλούμαστε να εξυπηρετήσουμε συμφέροντα που αποσκοπούν αποκλειστικά στον πολλαπλασιασμό του οικονομικού πλούτου, κυρίως των άλλων.

– Η πανδημία ενεργοποίησε μια συζήτηση για το έργο των καλλιτεχνών οι οποίοι έχουν πληγεί ιδιαίτερα. Πώς σχολιάζετε το γεγονός ότι κάποιοι πιστεύουν πως οι καλλιτέχνες δεν χρειάζονται στήριξη, αφού κάνουν αυτό που τους αρέσει; Τέτοιες συζητήσεις που κατηγοριοποιούν ανθρώπους ανάλογα με τις διαφορετικές οικονομικές και άλλες ανάγκες καθημερινής συντήρησης, παραπέμπει σε ρατσιστικές συμπεριφορές όσων υποστηρίζουν κάτι τέτοιο, οι οποίες προσβάλλουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. 

Αν ήσασταν υφυπουργός Πολιτισμού, ποιες τομές θα κάνατε σ’ ό,τι αφορά τους ανθρώπους του πολιτισμού και την ενίσχυση της καλλιτεχνικής κοινότητας; Μια απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα θα έπληττε το κύρος μιας τέτοιας θέσης, η οποία εύχομαι να αποδοθεί σε άξιο άτομο το οποίο είναι σε θέση να ανταποκριθεί σε τέτοιου είδους ερωτήματα με αποτελεσματικότητα και να απαλλάξει την κοινότητα των ανθρώπων που συμβάλλουν στη παραγωγή πολιτισμού στον τόπο από τον κίνδυνο της μετριότητας.

– Τι μπορεί να κερδίσει η πολιτεία από την ανάπτυξη της τέχνης και του πολιτισμού; Την ανθρωπιά της!

– Είχατε πάντα το σθένος να λέτε την γνώμη σας και να ασκείτε κριτική στους θεσμούς που διαχειρίζονται θέματα πολιτισμού. Είχε κάποιο τίμημα αυτό για σας; Είναι μέρος της πρακτικής μου, της καθημερινότητάς μου. Η δουλειά μου τροφοδοτείται από αυτό, το ίδιο και η σχέση μου με ανθρώπους που θαυμάζω και μας συνδέουν κοινές αναφορές και στόχοι. Ζω ανέκαθεν από τη δουλειά μου και εκτιμώ ότι οι δημόσιοι και ιδιωτικοί φορείς, πολιτιστικά κέντρα και ιδρύματα τέχνης, πανεπιστήμια και σχολές τέχνης που επενδύουν στη δουλειά μου, συντηρούν τέτοιες συμπεριφορές και τις αναζητούν. 

– Πώς επέδρασε η τέχνη στην προσωπικότητά σας; Έμαθα ότι η δημιουργική απόλαυση είναι ένα από τα πιο πολύτιμα πράγματα που εισπράττουμε. Η διαπίστωση αυτή με προτρέπει να συνδράμω την ανάπτυξη και συντήρηση των συνθηκών οι οποίες εμπεριέχονται στη τέχνη και καλλιεργούν στον άνθρωπο την περιέργεια, τον σεβασμό απέναντι στον άλλο και την παραγωγή κριτικής σκέψης. Προϋποθέσεις της ανθρώπινης συνθήκης. 

Φωτογραφία © Ναταλία Τσουκαλά, Ευγενική Παραχώρηση NEON 

Φιλελεύθερα, 4.7.2021.