Μετατρέποντας μια σκέψη του φίλου μου Γιώργου Λιγνού σε κουβέντα χαλαρή, με θέμα την απορία των ημερών «Θα κάνουμε Πάσχα στο χωριό;». Θέμα στο οποίο έβαλε τέλος χθες ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, απαντώντας «όχι». 

— Σε πείραξε Γιώργο αυτό το «όχι»;

— Καθόλου. Γελάω όμως ακόμα με την εμμονή μερικών δημοσιογράφων να ρωτούσανε συνεχώς, ακόμα και σήμερα που ήξεραν την απάντηση, αν θα κάνουμε Πάσχα στο χωριό. 

— Τι σε πείραξε συγκεκριμένα, που σου ’φερε αυτό το διαρκές γέλιο;

— Ό,τι άλλοι συνάδελφοί σου το έκαναν υπακούοντας στην ενστικτώδη συμπεριφορά του επαγγέλματος που θέλει τον δημοσιογράφο να κάνει άβολες ερωτήσεις σε κάποιον εκπρόσωπο της εξουσίας. Κι ότι άλλοι επειδή με τον τρόπο αυτό δείχνουν ότι νοιάζονται για τους ακροατές τους και τις επιθυμίες τους.

— Όπως και να ’χει, το θέμα δεν προκύπτει από δημοσιογράφους μόνο. 

— Απέναντι σε αυτούς που μιλάνε ή απαιτούνε το «Πάσχα στο χωριό» υπάρχει η λογική των επιδημιολόγων που τοποθετούνται  κατ’ ανάγκη, σταθμίζοντας δεδομένα και πιθανότητες, αλλά και πολλοί που θυμώνουν ή αντιμετωπίζουν ελαφρώς απαξιωτικά την επιθυμία αυτή.

— Εσύ, πώς την αντιμετωπίζεις δηλαδή; 

— Κοίτα. Όταν είσαι στριμωγμένος σε ένα μικρό διαμέρισμα μέσα στον πυκνό αστικό ιστό, δεν είναι λογικό να θέλεις να βρεθείς σε ένα περιβάλλον με φύση και πιο κοντά στις μνήμες που πήρες μαζί σου όταν έφυγες για το μεγάλο αστικό κέντρο πριν 30 με 40 χρόνια;

— Λογικό είναι να το επιθυμείς. Καταλαβαίνω και τον παράγοντα της κούρασης. Παράλογο είναι να μην καταλαβαίνεις γιατί δεν πρέπει να γίνει.

— Θα σου πω κάτι: Εδώ όμως, εκτός από την κούραση μιλάει και η συνήθεια. Θυμίζω ότι την περίοδο1980-90 μετακινηθήκαν προς τα αστικά κέντρα τουλάχιστον 1 εκατομμύριο άνθρωποι, Χρήστο. Πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους, κάθε Πάσχα, με τον ερχομό της Άνοιξης, γυρνάμε πίσω για λίγο, βρίσκουν ξεχασμένους συγγενείς και παλιούς γνωστούς και μετά από 4-5 μέρες ξαναφεύγουν για την πόλη, άλλοι βαρυγκωμώντας κι άλλοι μακαρίζοντας σιωπηλά την επιλογή τους να φύγουν. Έτσι λοιπόν, μπορεί μεν να μην τρέχουμε στην ιδιαίτερη πατρίδα να ασκήσουμε το εκλογικό μας δικαίωμα, αλλά τα έθιμα, τα υπερασπιζόμαστε σαν κόρη οφθαλμού.

— Ναι ρε Γιώργο, αλλά βρισκόμαστε στη χειρότερη φάση της πανδημίας…

— Τα επιστημονικά επιχειρήματα τα ξέρω. Προφανώς και υπάρχει κίνδυνοςμόλις βρεθούμε στο χωριό να αισθανθούμε ελεύθεροι και να αδιαφορήσουμε για τα μέτρα προφύλαξης. Και πράγματι, είναι αμαρτία επαρχίες που κατόρθωσαν να μείνουν αλώβητες να μπουν τώρα στο χορό της μετάδοσης του ιού.

— Άρα;

— Το ζήτημα είναι, δυστυχώς,στα χέρια των ειδικών, είτε μας αρέσει είτε όχι. Από εκεί και πέρα, οι κραυγές της εξέγερσης, από τη μια απέναντι στα μέτρα και σε αυτούς που τα αποφασίζουν και από την άλληη ειρωνεία και απαξίωση αυτών που θα ήθελαν να πάνε στο χωριό, μόνο κακό κάνουν.

— Γιατί;

— Γιατί διχάζουν άσκοπα άλλη μια φορά την κοινωνία και προσφέρουν κακή υπηρεσία στον υπέρτατο σκοπό, που είναι η αντιμετώπιση της πανδημίας.

  ΥΓ: Μια κουβέντα που δεν κράτησε παραπάνω από 2 λεπτά, και στην οποία ο φίλος μου τα είπε όλα. Ο Γιώργος Λιγνός προέρχεται από ναυτιλιακή οικογένεια. Είναι κοσμογυρισμένος, αλλά άραξε στην Ελλάδα και στράφηκε προς κοινωνικές δραστηριότητες, πολύ διάβασμα και διαρκή καλλιέργεια της ψυχής του. Η πολιτική του περιπέτεια ξεκίνησε από την Αριστερά και πέρασε μια επίπονη αλλά και λυτρωτική, όπως λέει, πορεία αναθεώρησης και επανεκτίμησης. Αποτέλεσμα αυτής, είναι ότι προσπαθεί να αφαιρέσει από την έννοια του «ενεργού πολίτη» την τυπική του διάσταση… Α! Είναι και τακτικός συνδρομητής της στήλης.