Στους δύσκολους καιρούς που ζούμε οι μνήμες από το παρελθόν γίνονται μέτρο σύγκρισης ανάμεσα στο χθες και το σήμερα, που μοιάζουν να είναι δυο κόσμοι εντελώς διαφορετικοί, τόσο αντίθετοι μεταξύ τους και τόσο αγνώριστοι.

Παρακολουθώντας την κατ´ισχυρισμό σκοτεινή πλευρά ανθρώπων του πολιτισμού, του αθλητισμού, της Εκκλησίας, της πολιτικής και σχεδόν από το συνόλου του δημόσιου βίου, το πρώτο πράγμα που έρχεται στο μυαλό είναι ότι τα φαινόμενα που βλέπουμε σήμερα πάντοτε υπήρχαν και δυστυχώς θα συνεχίσουν να υπάρχουν, ελπίζουμε σε μικρότερη κλίμακα. Μια ελπιδοφόρα διαφορά ανάμεσα στο χθες και το σήμερα είναι ότι η φωνή των αδυνάτων μπορεί πλέον να ακουστεί και να γίνει κυρίαρχη, σε αντίθεση με μερικά χρόνια προηγουμένως, όταν η κοινωνική αποστροφή λειτουργούσε σαν ιδιότυπο πέπλο σιωπής, το οποίο συνήθως βόλευε τον θύτη, ιδιαίτερα όταν ήταν ισχυρός. Σ᾽αυτό τον τομέα, λοιπόν, μπορούμε να πούμε ότι τώρα τα πράγματα είναι πολύ καλύτερα. Η κοινωνία είναι πιο έτοιμη να ακούσει παρά να κρύψει. Το πράγματα αρχίζουν να γίνονται πολύπλοκα από τη στιγμή που ο καθένας λέει ό,τι θέλει χωρίς έλεγχο και η πολυφωνία γίνεται Βαβυλωνία. 

Η δική μου γενιά των 50 και πάνω, έζησε και ζει δυο εντελώς διαφορετικούς κόσμους. Το ένα της πόδι πατά στην Κύπρο του χθες και το άλλο βρίσκεται ανάμεσα στο σήμερα και το αύριο. Οι αλλαγές που έχουν συντελεστεί μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια είναι σχεδόν απίστευτες. Για παράδειγμα χθες αξιωθήκαμε να δούμε εντυπωσιακές εικόνες από τον Άρη αλλά σαν να ήταν προχθές που θέλαμε μια ολόκληρη βδομάδα για να πάρουμε στα χέρια μας τις «οκταήμερες» (θυμάστε;) φωτογραφίες. Τι άλλο να θυμηθούμε για να συγκρίνουμε τους δύο κόσμους μας; Είναι ατέλειωτος ο κατάλογος ανάμεσα στο τότε και το τώρα, περιορίζομαι σε ένα, το οποίο ενδεχομένως να είναι και η γενεσιουργός αιτία για πολλά από τα υπόλοιπα: Είναι η εύκολη πρόσβαση στο χρήμα και γενικότερα η αφθονία, σε βαθμό σπατάλης. Θα ήταν λάθος να πούμε ότι τότε ήθελε περισσότερο κόπο και πιο πολλή αφοσίωση. Σίγουρα, πάντως, υπήρχε περισσότερος σεβασμός και ένα σύστημα αξιών πολύ πιο σαφές. 

Θυμάμαι, μικρός, που πηγαίναμε στο γήπεδο για να αποχαιρετήσουμε έναν ποδοσφαιριστή όταν τερμάτιζε την σταδιοδρομία του. Ήταν ο λεγόμενος τιμητικός αγώνας, «η τιμητική» όπως ήταν γνωστή. Συνήθως, μαζί με το εισιτήριο αγόραζες και ένα βιβλίο για την ποδοσφαιρική δράση του τιμώμενου. Από τον Κανάρη και τον Σαββίδη, μέχρι τους Παντζιαράδες, τους Παμπουλλήδες, τον Κρυστάλλη, τον Γιαγκουδάκη και τον Μαυρουδή, την εποχή εκείνη υπήρχε μια πιο ξεκάθαρη σχέση, η οποία οριοθετούσε τα σύνορα ανάμεσα στον άνθρωπο και το είδωλο. Παρότι αστέρια της εποχής οι άνθρωποι εκείνοι προσέβλεπαν στο τελευταίο χειροκρότημα, που τους πρόσφερε κάτι παραπάνω από ένα κομπόδεμα για την οικονομική τους αποκατάσταση. Ήταν ο σεβασμός, που πλέον δεν είναι και τόσο περιζήτητος, ίσως επειδή η τόσο γρήγορη ζωή μας δεν αφήνει χρόνο για τέτοιες λεπτομέρειες. Σήμερα δεν έχει τόση σημασία πώς έγινες κάτι αλλά τι είσαι. Κοιτάξτε λίγο την τηλεόραση και γενικότερα τα media και θα καταλάβετε γιατί όλα τα παιδιά θέλουν να γίνουν μοντέλα, ηθοποιοί, τραγουδιστές, ποδοσφαιριστές. Είναι μια βιομηχανία χρυσόσκονης, μια φάμπρικα κοπής αστεριών, ένας κόσμος γεμάτος αντιφάσεις, με αλήθειες και ψέματα, με φως και φώτα, με ανθρώπους εξαίρετους αλλά και πολύ επικίνδυνους. Σαν αυτά που αποκαλύπτονται μπροστά μας και πέφτουμε (;) από τα σύννεφα. Το ευτύχημα είναι ότι η κοινωνία σήμερα είναι πιο έτοιμη να ακούσει παρά να κρύψει. Και ως εκ τούτου, ας ελπίσουμε ότι είναι πιο εύκολο να βελτιωθεί. 

Φιλελεύθερα, 28.2.2021.