Όταν άρχισε να εφαρμόζεται στην Ελλάδα την περασμένη εβδομάδα ο νέος θεσμός-εφεύρημα του click-away (δηλαδή, να παραγγέλνεις κάτι από ένα μαγαζί, και να πηγαίνεις επί τόπου και να το παραλαμβάνεις απ’ έξω), μια εικόνα που σχολιάστηκε πολύ ήταν αυτή μιας γυναίκας που δοκίμαζε ένα παπούτσι έξω από ένα κατάστημα, στο πεζοδρόμιο. Τα περισσότερα σχόλια ήταν επικριτικά, ίσως διότι η κυρία δεν φαινόταν φτωχή, και πολλοί την έκριναν από το κομψό πράγματι ντύσιμό της, και την ωραία, ίσως και ακριβή, τσάντα που κρατούσε. «Κοίτα να δεις τη λυσσασμένη καταναλώτρια, που τρέχει τώρα μέσα στην κρίση να πάρει παπούτσια», έγραφε κάποιος στο Twitter, και οι πιο πολλοί επισκέπτες συμφώνησαν μαζί του.

Χθες, ζήτησα από τον φίλο μου Γιώργο Λιγνό, έναν άνθρωπο φιλοσοφημένο, χορτασμένο από χρήμα και επαγγελματική καταξίωση, και αφιερωμένο πια στην άσκηση του να καταλάβει τον κόσμο στον οιποίο ζούμε, και του ζήτησα να μου γράψει για τη στήλη, μια Σκέψη της Ημέρας. Δεν εξεπλάγην όταν, λαμβάνοντας και διαβάζοντάς την, ε’ίδφα ότρι αναφερόταν ακριβώς στην ουσία τηες εικόνας αυτής της κυρίας:

Ο παππούς στα τελευταία του ήταν κλεισμένος στο σπίτι. Δυσκολευόταν να ντυθεί, κι έτσι κατέληξε να φοράει πάντα πυτζάμες και την ρόμπα των τριών τετάρτων , ρομπ ντε σαμπρ την έλεγε η γιαγιά με τα γαλλικά που είχε μάθει σαν εφόδιο πριν τον παντρευτεί.

Τον φρόντιζαν η γιαγιά και η μάνα μου. Ήταν πάντα στην πένα , αν και ο ίδιος δεν πρόσεχε ποτέ την εμφάνισή του. Όλοι βλέπαμε ότι πλησίαζε ο καιρός που ο παππούς θα μας άφηνε. Κάποια μέρα η γιαγιά μου είπε: Τράβα να πεις στον κύριο Λάκη να έρθει να κουρέψει τον παππού σου.

Εγώ με νεανική αφέλεια της είπα : Σιγά ρε γιαγιά. Αυτό σε απασχολεί; Δεν βλέπεις την κατάστασή του. Με αποστόμωσε με λίγα λόγια: “Δεν είναι για εμάς. Είναι για τον ίδιο. Να δει τον εαυτό του αλλαγμένο να χαρεί.” Έκανα ότι μου ζήτησε χωρίς δεύτερη κουβέντα.

Θυμάμαι ακόμα το βλέμμα του παππού στον καθρέφτη μετά το κούρεμα και το ξύρισμα. Χαμογελούσε ευχαριστημένος. Γύρισε και με ρώτησε “Τι λες μικρέ, όμορφος δεν είμαι;” Λίγες μέρες μετά πέθανε.

Ήταν ένα μάθημα ότι μερικές φορές δεν κάνουμε κάτι επειδή είναι πραγματική ανάγκη, αλλά επιθυμία. Έτσι κι αλλιώς δεν θα γινόταν τίποτα αν δεν κουρευόταν ο παππούς. Όμως, έτσι όπως κοίταξε τον εαυτό του στον καθρέφτη, απολαμβάνοντας στιγμιαία την εικόνα του, ένιωσε καλύτερα.

Όλα αυτά τα θυμήθηκα αυτές τις μέρες όταν άκουσα μερικούς να ειρωνεύονται την ανάγκη των ανθρώπων να πάνε στο κουρείο ή στο κομμωτήριο, και πολύ περισσότερο την επιθυμία των γυναικών να φτιάξουν τα νύχια τους. Η καραντίνα έχει αλλάξει τον τρόπο ζωής μας και έχει προκαλέσει οικονομικά προβλήματα στους περισσότερους. Επιπλέον μας έχει στερήσει κάτι ακόμα. Την τελετουργία της δημόσιας εμφάνισης, όσο κι αν λέμε ότι δεν μας νοιάζει.

Είναι χαρά για το επαινετικό σχόλιο που θα ακούσει μια γυναίκα για τα μαλλιά της. Είναι η ανομολόγητη χαρά για το φευγαλέο βλέμμα του απέναντι, πραγματικό ή φανταστικό, που θα μας κάνει να νοιώσουμε καλύτερα. Είναι η χαρά που θα δώσουμε στον άλλο, γυναίκα ή άντρα, παιδί ή γονιό όταν μας δει περιποιημένους. Είναι εν τέλει η χαρά που παίρνουμε όταν αντιδρώντας στην ύπουλη χαύνωση της καραντίνας άντρες ή γυναίκες περιποιηθούμε τον εαυτό μας.

Όταν εμείς οι άντρες ξυριστούμε. Όταν οι γυναίκες φροντίσουν το πρόσωπό τους. Όταν βάλουμε ένα συμπαθητικό αλλά χαλαρό ρούχο σαν να πηγαίναμε κάπου αλλού. Κι ας είναι το αλλού μέσα στο σπίτι μας. Το έχουμε ανάγκη.