Νόρμαν, Ντίγκμπι, Στορμ, Σταρ, Τζάσπερ και Άσερ, είναι τα ονόματα των έξι σούπερ-σκύλων που εκπαιδεύονται με στόχο να γίνουν ανιχνευτές του νέου κορωνοϊού SARS-CoV-2, που προκαλεί την ασθένεια COVID-19. Η έρευνα αυτή που διεξάγεται στην Αγγλία από την άνοιξη του 2020, αποτελεί συνεργασία της Σχολής Υγιεινής και Τροπικής Ιατρικής του Πανεπιστημίου του Λονδίνου (LSHTM), του Πανεπιστημίου του Ντάραμ (Durham University) και της φιλανθρωπικής ομάδας Ιατρικών Σκύλων Ανιχνευτών (Medical Detection Dogs). 

Παρότι αυτός ο τρόπος διάγνωσης φαντάζει πρωτότυπος, είναι εδώ και πολλά χρόνια γνωστό ότι τα σκυλιά μπορούν να αναγνωρίζουν ασθένειες στους ανθρώπους. Επιπλέον, η όσφρηση των σκύλων είναι 10.000-100.000 φορές πιο ευαίσθητη από αυτή των ανθρώπων. Με άλλα λόγια, μπορούν να μυρίσουν μία κουταλιά ζάχαρης μέσα σε μία πισίνα με διαστάσεις διπλάσιες από ολυμπιακή! 

Προηγούμενες έρευνες έχουν δείξει ότι οι σκύλοι μπορούν με μεγάλη ακρίβεια να εντοπίζουν ασθενείς που πάσχουν από διάφορους τύπους καρκίνου, μέσω δειγμάτων οσμών. Η συγκεκριμένη όμως έρευνα, βασίζεται κυρίως στην ικανότητα των σκύλων να αναγνωρίζουν και άτομα που πάσχουν από ασθένειες του αναπνευστικού συστήματος, που προκαλούνται από ιούς και βακτηρία όπως πνευμονία. 

Όταν ένα άτομο αρρωσταίνει, τα κύτταρα του σώματός του λειτουργούν διαφορετικά, αλλάζοντας έτσι και τη μυρωδιά του ιδρώτα, της ανάσας, των ούρων και των κοπράνων του. Τέτοιες χαρακτηριστικές αλλαγές πιστεύεται ότι μπορούν να παρατηρηθούν και σε άτομα με COVID-19.

 Οι ερευνητές εκτιμούν ότι τα σκυλιά μπορούν να μάθουν να αναγνωρίζουν αυτές τις αλλαγές και συνεπώς να εντοπίζουν πιθανούς φορείς του νέου κορωνοϊού. Οι σκύλοι ανιχνευτές θα μπορούσαν να αποτελέσουν ένα γρήγορο και αξιόπιστο, συμπληρωματικό και κυρίως παθητικό (χωρίς φυσική επαφή) μέσο διάγνωσης, ακόμα και για ασυμπτωματικούς φορείς.

COVID-19: ΟΛΕΣ ΟΙ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ 

Οι ασυμπτωματικοί φορείς, είναι κρίσιμος παράγοντας στην αύξηση της εξάπλωσης του ιού, καθώς δεν παρουσιάζουν συμπτώματα (π.χ. υψηλή θερμοκρασία, βήχας, αλλαγές ή χάσιμο όσφρησης και γεύσης), αλλά μπορούν να μεταδώσουν την ασθένεια. 

Η εκπαίδευση της ομάδας των έξι σκύλων ξεκίνησε με δείγματα οσμών από προσωπικό νοσοκομείων και από τον περασμένο Αύγουστο ζητήθηκε και η συμβολή εθελοντών από όλη την Αγγλία. Οι εθελοντές πρέπει να πληρούν συγκεκριμένα κριτήρια και αφού δηλώσουν το ενδιαφέρον τους, θα τους σταλεί μία μάσκα, μία μπλούζα και ένα ζευγάρι κάλτσες τα οποία αφού φορέσουν για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, θα στείλουν πίσω στο Λονδίνο. 

Τα δείγματα αυτά, έχοντας μελετηθεί και επεξεργαστεί από την ομάδα, θα χρησιμοποιηθούν για την εκπαίδευση των σκύλων. Η μέθοδος θεωρείται ασφαλής τόσο για τους σκύλους (οι οποίοι θα επιβλέπονται και από κτηνίατρους) όσο και για τους εκπαιδευτές τους, καθώς στα δείγματα που χρησιμοποιούνται, ο ιός θα είναι «νεκρός». Στο τέλος της εκπαίδευσης, τα σκυλιά θα έχουν μάθει να αποφεύγουν τα αρνητικά δείγματα, δηλαδή αυτά που δεν φέρουν τον ιό, ενώ θα κάθονται μπροστά σε θετικά δείγματα, δηλαδή σ’ αυτά που φέρουν τον ιό. 

 

Οι ερευνητές είναι αισιόδοξοι ότι αν συγκεντρωθούν αρκετά τόσο θετικά όσο και αρνητικά δείγματα, η ομάδα των έξι σκυλιών θα μπορέσει να λάβει δράση μετά από 8-10 εβδομάδες προπόνησης. Τα σκυλιά αυτά θα τοποθετηθούν σε κρίσιμα κέντρα όπως αεροδρόμια και υπολογίζεται ότι ένας σκύλος μπορεί να διαγνώσει 250 άτομα μέσα σε μία ώρα. Στην περίπτωση που ο σκύλος αναγνωρίσει πιθανό φορέα του ιού, μυρίζοντας τον αέρα γύρω του, το άτομο εκείνο θα κάνει το διαγνωστικό μοριακό τεστ (RT-PCR). Έτσι θα μειωθεί η ζήτηση των μοριακών τεστ, καθώς θα γίνονται μόνο όταν χρειάζονται πραγματικά, ελαφρύνοντας τα συστήματα υγείας παγκοσμίως. 

Θα μπορούσαν συνεπώς οι σκύλοι ανιχνευτές να αντικαταστήσουν τις κάμερες θερμομέτρησης οι οποίες πιθανότατα δεν αναγνωρίζουν τους ασυμπτωματικούς φορείς ;

Ενώ περιμένουμε το εμβόλιο, ο καλύτερος τρόπος για να περιορίσουμε τη μετάδοση της ασθένειας COVID-19 και να αποτρέψουμε την επιβάρυνση του συστήματος υγείας, είναι η αποτελεσματική και γρήγορη διάγνωση των φορέων του κορωνοϊού, ειδικότερα των ασυμπτωματικών. 

Η ανακάλυψη γρήγορων, μη επεμβατικών διαγνωστικών μέσων, θα μας φέρει ένα βήμα πιο κοντά στην πολυπόθητη “κανονικότητα”, προστατεύοντας ειδικότερα τα άτομα στην πρώτης γραμμής της μάχης με τον νέο κορωνοϊό.

*H Αναστασία Ευρυβιάδη είναι φοιτήτρια του τμήματος Βιοϊατρικών Επιστημών του Πανεπιστημίου του Σέφιλντ (The University of Sheffield). 

Πηγή: London School of Hygiene and Tropical Medicine.