Αφορμή στο σημερινό μου σημείωμα αποτέλεσε το άρθρο του έγκριτου νομικού Νίκου Χαραλάμπους στον «Φ» της Κυριακής 26 Ιουλίου 2020, με τίτλο «Η προδοσία και οι προεκτάσεις της». Με το άρθρο εκείνο μου δόθηκε η ευκαιρία να προσθέσω μερικές δικές μου σκέψεις βασισμένες στις εμπειρίες μου των τραγικών εκείνων ημερών, όπως τις έζησα ως μέλος του τότε Υπουργικού Συμβουλίου υπό τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο.

Αρχίζω με μια προσπάθεια «απάντησης» στο ερώτημα του κ. Χαραλάμπους για πιθανή «ασύγγνωστη ολιγωρία… κ.λπ» εκ μέρους της ΚΥΠ. Αξίζει να λεχθεί ότι οι τότε δραστηριότητές της επικεντρώνονταν κυρίως στο εσωτερικό μέτωπο όπου και είχε μεγάλες επιτυχίες, με αποτέλεσμα μέχρι των ημερών του πραξικοπήματος να είχαν εξαρθρωθεί βασικοί πυρήνες της ΕΟΚΑ Β. Θα πρέπει δε να τονιστεί ότι οι επιτυχίες της ΚΥΠ πιθανότατα οδήγησαν τους ηγέτες της Χούντας στη Αθήνα να επισπεύσουν το πραξικόπημα, βλέποντας ότι το «παιχνίδι» κινδύνευε να χαθεί.

Όσο για τη παρακολούθηση των τουρκικών κινήσεων, αμφιβάλλω αν η ΚΥΠ είχε τότε τις τεχνικές δυνατότητες να κάνει κάτι τέτοιο. Αξίζει όμως να τονιστεί το γεγονός πως, όπως αναφέρει ο κ. Χαραλάμπους, η ελλαδικές μυστικές υπηρεσίες που είχαν τα τεχνικά μέσα και γνώριζαν τις προετοιμασίες των Τούρκων δεν γνωστοποιούσαν καθόλου τις πληροφορίες που μάζευαν στις κυπριακές Αρχές!  Η πιθανότητα πραξικοπήματος ήτο συνεχώς στη σκέψη του Μακάριου αλλά υπήρχε συγχρόνως και η αναγνώριση ότι πολύ λίγα μπορούσε να κάνει η κυβέρνηση εφόσον η Εθνική Φρουρά ήταν υπό τον απόλυτο έλεγχο των Ελλαδιτών αξιωματικών.

Κάτι άλλο επίσης πολύ σημαντικό, που συχνά διαφεύγει της προσοχής των μελετητών των τότε γεγονότων, ήταν η έντονη προσπάθεια του Μακάριου να αποφύγει πάση θυσία την ένοπλη σύρραξη Ελλήνων με Έλληνες. Η πιθανότητα επιθετικής δράσης κατά της Εθνικής Φρουράς αποκλείετο λόγω της ανισότητας οπλισμού αλλά, κυρίως, γιατί μια τέτοια ενέργεια θα σήμανε τον βέβαιο θάνατο αθώων παιδιών που δεν είχαν καμιά ενεργό ανάμιξη στις χουντικές ραδιουργίες, απλά έκαναν τη θητεία τους. Όλες οι προσπάθειες του Εφεδρικού Σώματος και της Προεδρικής Φρουράς όπως και των υπόλοιπων νομίμων σωμάτων ήσαν καθαρά αμυντικές, οπωσδήποτε καθόλου επιθετικές.

Το πνεύμα που επικρατούσε στο Υπουργικό Συμβούλιο ήταν η με κάθε τρόπο αποφυγή του πραξικοπήματος γιατί όλοι γνωρίζαμε ότι μια και αυτό εκδηλωνόταν, η καταστροφή ήτο προδιαγεγραμμένη. 

Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια θα πρέπει να ενταχθεί και η επιστολή του Μακαρίου προς Γκιζίκη. Πολλά έχουν γραφτεί για την επιστολή εκείνη, μέχρι και της «πεποίθησης» ότι το «υβριστικό» πνεύμα της προκάλεσε το πραξικόπημα, αν είναι δυνατόν! Ο Μακάριος μας έφερε την επιστολή στο Υπουργικό Συμβούλιο για σχόλια προτού τη στείλει και ομολογώ, η πρώτη αντίδραση  ήταν ότι ο τόνος της μάλλον θα είχε το αντίθετο από το ποθητό αποτέλεσμα. Όμως, κατόπιν συζήτησης του θέματος, φάνηκε ότι ο Μακάριος με την επιστολή εκείνη έκανε μια ύστατη προσπάθεια απευθυνόμενος στα πατριωτικά αισθήματα των Ελλήνων παραληπτών της, εκείνοι όμως μόνο «Έλληνες» δεν ήσαν. Συγχρόνως, πιστεύω, ότι ο Μακάριος έγραφε την επιστολή εκείνη και για την Ιστορία. Είχε μέχρι τις μέρες εκείνες καταστεί πλέον ή βέβαιο ότι το πραξικόπημα είχε ήδη αποφασιστεί, η ημερομηνία μόνο ήταν άγνωστη. Ήθελε με την επιστολή εκείνη ο Μακάριος να θέσει τα πράγματα στην ορθή τους θέση χάρη των επόμενων γενεών. Τόσο ο Μακάριος όσο και τα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου πιστεύαμε ότι ελάχιστη πιθανότητα υπήρχε να «συνετιζόταν» με την επιστολή ο Ιωαννίδης και οι περί αυτόν. 

Ήθελα κλείνοντας να προσθέσω μερικά σχόλια για τη «γκεμπελική» επανάληψη ορισμένων ασύστολων ψευδών, όπως τις αντιδράσεις στην επιστολή προς Γκιζίκη που ανάφερα πιο πάνω, που επαναλαμβανόμενα κατά κόρον τείνουν να αποκτήσουν τη βαρύτητα της αλήθειας. Σ’ αυτή την κατηγορία εντάσσεται η ομιλία του Μακάριου στη Γενική Συνέλευση στις 19 Ιουλίου 1974, ότι δήθεν αποτελούσε πρόσκληση προς την Τουρκία για να εισβάλει στην Κύπρο, σε μια στιγμή που τα αποβατικά στρατεύματα ήσαν ήδη μέσα στα πλοία! Στην ίδια κατηγορία βρίσκεται και η «απόλυτη ιστορική αλήθεια» που επαναλαμβάνεται μέχρι και σήμερα, ότι ο Μακάριος ήταν εκείνος που έδωσε τη διαταγή να εκραγούν βόμβες σε διάφορα μέρη της Λευκωσίας την ώρα που εκείνος συνομιλούσε με τον Βρετανό υπουργό Αποικιών Alan Lennox-Boyd τον  Φεβρουάριο 1956, ενώ ακόμη και κατοπινές παραδοχές πρωταγωνιστών στο εγχείρημα μαρτυρούσαν ότι ο ίδιος ο Γρίβας είχε δώσει τη διαταγή με σκοπό να τορπιλίσει τις συνομιλίες.