Η ανεύρεση υδρογονανθράκων στην ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας αποτέλεσε ένα τεράστιας σημασίας οικονομικό γεγονός και αποτελεί πλέον ένα σημαντικό απόκτημα/asset που προσδίδει προστιθέμενη αξιά στην κυπριακή οικονομία. 

Η μεγάλη σημασία αυτού του μεγάλου οικονομικού γεγονότος είχε αντίκτυπο και σε πολιτικό επίπεδο, αφού είχαμε επανειλημμένως δηλώσεις του Ταγίπ Ερντογάν αλλά και Τουρκοκυπρίων πολιτικών ότι ο ορυκτός πλούτος της ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας ανήκει και στους Τουρκοκύπριους, υπονοώντας προφανώς ότι το κυπριακό κράτος αποτελείται μόνο από την ελληνική κοινότητα.

Το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας τέθηκε σε ισχύ με την ίδρυση του κράτους την 16ην Αυγούστου 1960 και προνοούσε ότι στην Κύπρο υπάρχουν έλληνες και τούρκοι, οι οποίοι ανήκουν αντίστοιχα στην ελληνική και τουρκική κοινότητα και ότι βάσει συντάγματος εν ολίγοις όλες οι εξουσίες ασκούνται μέσω των πολιτών της ελληνικής και της τουρκικής κοινότητας σε ποσοστά.

Οι πολίτες των μειονοτήτων, Αρμένιοι, Μαρωνίτες και Λατίνοι, υποχρεούντο να επιλέξουν εντός τριών μηνών από την ισχύ του συντάγματος, σε ποια κοινότητα θα ανήκουν και οι οποίοι επέλεξαν ως γνωστόν την ελληνική κοινότητα.

Έτσι, σύμφωνα με το Σύνταγμα, έχουμε Έλληνα πρόεδρο, Τούρκο αντιπρόεδρο, 35 Έλληνες βουλευτές και 15 Τούρκους βουλευτές κλπ.

Χωρίς να μπαίνουμε σε λεπτομέρειες ιστορικών γεγονότων, η ερμηνεία των οποίων δεν έχει σημασία για την παρούσα ανάλυση, απλά να αναφέρουμε ότι από τον Δεκέμβρη του 1963 όλοι οι Τουρκοι αξιωματούχοι και δημόσιοι λειτουργοί της Κυπριακής Δημοκρατίας έπαυσαν να συμμέτεχουν στα όργανα του κράτους και ως εκ τούτου πρακτικά το Σύνταγμα κατέστη ανεφάρμοστο.

Τέθηκε ως εκ τούτου ένα πρακτικό και ουσιώδες ζήτημα, για το αν πλέον η Κυπριακή Δημοκρατία υπήρχε ως κράτος ή αν αυτή η θεσμική κρίση με την αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων από τα κρατικά όργανα θα αποτελούσε την ουσιαστική της κατάλυση.

Σε αυτό έδωσε ουσιαστικά απάντηση το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, με το πλέον ιστορικό του ψήφισμα 186/1964, ημερομηνίας 4/3/1964, με σημαντικότερο το σημείο της παραγράφου 2, που ξεκαθαρίζει ότι μόνο η κυπριακή κυβέρνηση είναι υπεύθυνη για την διατήρηση και εξασφάλιση του νόμου και της τάξης, καθώς επίσης και το σημείο της παραγράφου 3 ότι η Κυπριακή Κυβέρνηση δεν ταυτίζεται με τις «κοινότητες» της και αυτές δεν αποτελούν συστατικά μέρη του Κράτους.

Τα σημεία κλειδιά του ψηφίσματος που καταγράφω αυτούσια είναι τα εξής:

«Considering the positions taken by the parties in relation to the Treaties signed at

Nicosia on 16 August 1960,»

2. Asks the Government of Cyprus, which has the responsibility for the maintenance

and restoration of law and order, to take all additional measures necessary to stop

violence and bloodshed in Cyprus;

3. Calls upon the communities in Cyprus and their leaders to act with the utmost

restraint;

4. Recommends the creation, with the consent of the Government of Cyprus, of a

United Nations Peace-Keeping Force in Cyprus.»

Με αυτό το καθοριστικότατο ψήφισμα του, ο ΟΗΕ αναγνώρισε ότι η Κυπριακή Δημοκρατία είναι το μόνο κράτος που λειτουργεί στην Κύπρο, έστω και αν σε αυτό δεν συμμετέχουν μέλη της τουρκικής κοινότητας και βασιζόμενο σε αυτό, στις 8/10/1964 το Ανώτατο Δικαστήριο της Κυπριακής Δημοκρατίας, έδωσε μια από τις πλέον ιστορικές του αποφάσεις, την  Ibrahim Mustafa and others καθιερώνοντας το λεγόμενο δίκαιο της ανάγκης. Το σημαντικότερο απόσπασμα αυτής της ιστορικής απόφασης είναι το εξής:

«The existence of a State cannot be deemed to be dependant on the fate or operation of its constitution; otherwise, everytime that any constitution were upset in a country then such State would have ceased to exist, and this is not so. The existence of a State is a matter governed by accepted criteria of international law and inparticular it is related to the application of the principle of recognition by other States.»

Εν ολίγοις το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι κανένα κράτος δεν θα παύσει να υπάρχει λόγω του Συντάγματος του.

Η Κυπριακή Δημοκρατία συνέχισε να συμμετέχει σε όλους τους διεθνείς οργανισμούς και είναι με αυτό το Σύνταγμα που εντάχθηκε στην ΕΕ την 1ην Μαϊου 2004.

Καταλυτική όσον αφορά τα δικαιώματα/υποχρεώσεις μελών της τουρκικής κοινότητας είναι η απόφαση του ΕΔΑΔ στην υπόθεση του Τουρκοκύπριου δημοσιογράφου Aziz v. Cyprus (application no. 69949/01) στον οποίο οι κυπριακές αρχές, σε μια αυτοκτονική θα λέγαμε κίνηση, αρνήθηκαν να του αποδώσουν το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι, με το αιτιολογικό ότι αυτός ανήκει στην τουρκοκυπριακή κοινότητα και ως εκ τούτου υπάρχει κώλυμα να συμμετέχει σε εκλογικές διαδικασίες της Κυπριακής Δημοκρατίας!

Αυτή η τεράστιας σημασίας απόφαση του ΕΔΑΔ ξεκαθάρισε ότι κάθε πολίτης που ανήκει στην τουρκική κοινότητα μπορεί να ασκήσει τα δικαιώματα του, ως άτομο όμως και όχι ως μέλος της τουρκικής κοινότητας και αυτά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του είναι υποχρεωμένη να του τα αποδώσει η Κυπριακή Κυβέρνηση, όπως αυτή καθορίστηκε από το ψήφισμα 186/1964 και όπως ήδη αναλύθηκε δεν αποτελείται από τις κοινότητες της Κύπρου οι οποίες δεν είναι συστατικά της στοιχεία.

Εν κατακλείδι και ανακεφαλαιώνοντας, ο ορυκτός πλούτος καθώς επίσης και όλα όσα ανήκουν στην Κυπριακή Δημοκρατία επί όλης της Κύπρου εφόσον μπορεί να ασκήθεί αποτελεσματικός έλεγχος σύμφωνα και με το Πρωτόκολλο 10 της Συνθήκης Προσχώρησης στην ΕΕ, υπεύθυνη για την διαχείριση τους είναι η Κυπριακή Κυβέρνηση και μόνο και όχι οι κοινότητες που δεν είναι συστατικά της μέρη.

Το τελευταίο μάλιστα εδάφιο του Πρωτοκόλλου 10 είναι ξεκάθαρο, η τουρκοκυπριακή κοινότητα ως οντότητα δεν μπορεί να λειτουργήσει στα πλαίσια της Κυπριακής Δημοκρατίας και της κυπριακής Κυβέρνησης σε πολιτικό αλλά και σε οποιοδήποτε άλλο επίπεδο.

Αυτό θα γίνει μόνο μετά τη διευθέτηση του Κυπριακού.

Το Πρωτόκολλο 10 της Συνθήκης Προσχώρησης

Ένα καταλυτικό στοιχείο επίσης σε σχέση με το σε ποιες περιοχές ασκεί εξουσία η Κυπριακή Δημοκρατία, είναι το Πρωτόκολλο 10 της Συνθήκης Προσχώρησης στην Ευρωπαική Ένωση όπου ορίζει ότι:

«1. Η εφαρμογή του κεκτημένου αναστέλλεται στις περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας στις οποίες η Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο.». (…)«Τα μέτρα αυτά δεν επηρεάζουν την εφαρμογή του κεκτημένου, βάσει των όρων που έχουν τεθεί στη Συνθήκη Προσχώρησης, σε οποιοδήποτε άλλο τμήμα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Στην περίπτωση που επιτευχθεί διευθέτηση, το Συμβούλιο, ενεργώντας ομόφωνα βάσει πρότασης της Επιτροπής, αποφασίζει την αναπροσαρμογή των όρων προσχώρησης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση σε σχέση με την τουρκοκυπριακή κοινότητα.»

* Δικηγόρος