Ένας 93χρονος πρώην δεσμοφύλακας των SS κρίθηκε ένοχος για συνέργια στις δολοφονίες 5.232 ανθρώπων σε ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης τις τελευταίες ημέρες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Ο Μπρούνο Ντέι, ο οποίος ήταν 17 ετών όταν έγινε φρουρός στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Στούτχοφ, καταδικάστηκε σε δύο χρόνια με αναστολή σε δικαστήριο του Αμβούργου το πρωί της Πέμπτης.

Ο δημόσιος κατήγορος είχε αιτηθεί ποινή τριών ετών με αναστολή, ενώ η υπεράσπιση ζητούσε την απαλλαγή του.

«Οι μαζικές δολοφονίες στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Στούτχοφ δεν θα μπορούσαν να συμβούν χωρίς τη βοήθειά σας», τόνισε η δικαστής Αν Μάιερ Γκέρινγκ καθώς ανακοίνωνε την απόφασή της.

Η δίκη, που ξεκίνησε τον Οκτώβριο, συνεχίστηκε παρά την πανδημία του κοροναϊού. Οι συνεδριάσεις ήταν περιορισμένες σε δύο δίωρα ανά εβδομάδα και ο κατηγορούμενος καθόταν σε αναπηρικό αμαξίδιο εντός ενός κουτιού από πλεξιγκλάς. Οι δημοσιογράφοι μπορούσαν να παρακολουθήσουν τη διαδικασία μόνο εξ ακοής, ενώ κάθονταν σε ξεχωριστή αίθουσα.

Συνέργια σε χιλιάδες δολοφονίες

Ο Ντέι κρίθηκε ένοχος για συνέργια στην εξόντωση 5.232 κρατουμένων, οι περισσότεροι εκ των οποίων ήταν Εβραίοι, στο διάστημα μεταξύ του Αυγούστου του 1944 και του Απριλίου του 1945, χωρίς ωστόσο να έχει δολοφονήσει κάποιον ο ίδιος.

Ο αριθμός συμπεριλαμβάνει 5.000 κρατούμενους που πέθαναν από ξέσπασμα τύφου, καθώς δεν τους προσφερόταν τροφή, νερό ή φαρμακευτική αγωγή, αλλά και εξαιτίας των απαράδεκτων συνθηκών υγιεινής. Επιπλέον, αφορά 200 άτομα που δολοφονήθηκαν με το διαβόητο αέριο Τσικλόν Μπε, αλλά και άλλους 30 που δολοφονήθηκαν σε ένα μηχάνημα σχεδιασμένο να πυροβολεί στο λαιμό.

Οι δημόσιοι κατήγοροι υποστήριξαν ότι, εμποδίζοντας τους κρατούμενους από το να αποδράσουν, οι φρουροί έπαιξαν καίριο ρόλο στη διευκόλυνση μαζικών δολοφονιών στο Στούτχοφ, όπου υπολογίζεται ότι 65.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους μέχρι τις 9 Μαΐου του 1945, όταν οι κρατούμενοι απελευθερώθηκαν από τις συμμαχικές δυνάμεις. 

Στο διάστημα των 45 ημερών της δίκης, ο Ντέι δήλωσε ότι είχε δει αμέτρητα πτώματα να απομακρύνονται, και ότι «αυτές οι εικόνες πόνου και τρόμου» τον στοίχειωσαν σε όλη την υπόλοιπη ζωή του.

Την προτελευταία ημέρα της δίκης, νωρίτερα αυτή την εβδομάδα, δήλωσε κατά την απολογία του: «Οι αναφορές των αυτόπτων μαρτύρων και οι εκθέσεις των ειδικών με έκαναν για πρώτη φορά να αντιληφθώ την πλήρη έκταση της βαναυσότητας και του πόνου. Σήμερα, θέλω να απολογηθώ σε όλους εκείνους που βίωσαν αυτή την κολασμένη παράνοια και στους συγγενείς τους. Αυτή η κατάσταση δεν πρέπει να επαναληφθεί ποτέ».

Ωστόσο, ο Ντέι ισχυρίστηκε ότι δεν ήταν ενήμερος για την πλήρη έκταση των συστηματικών μαζικών δολοφονιών που πραγματοποιούνταν εντός του στρατοπέδου, ούτε και για τον ίδιο τον ρόλο του σε αυτές. «Δεν είμαι ένοχος», δήλωσε σε προηγούμενο στάδιο της δίκης. «Δεν έβλαψα ποτέ κανέναν με άμεσο τρόπο».

«Για εσάς δεν ήταν παρά μια μονότονη δουλειά»

Η Μάιερ-Γκέρινγκ δήλωσε ότι πιστεύει τους ισχυρισμούς του Ντέι, ότι δεν ενεπλάκη στα μαρτύρια των κρατουμένων και πως έβλεπε τον εαυτό του ως παθητικό θεατή και όχι ως δράστη. «Για εσάς, το Στούτχοφ δεν ήταν η κόλαση. Ήταν μια μονότονη εργασία».

Το δικαστήριο άκουσε ότι τουλάχιστον σε μια περίσταση ο Ντέι φυλούσε σκοπιά στον πύργο ακριβώς δίπλα σε έναν θάλαμο αερίων όπου πραγματοποιούνταν μαζική δολοφονία και από όπου μπορούσε να ακούσει τους Εβραίους κρατούμενους να ουρλιάζουν και να χτυπούν τους τοίχους. «Αρκούσε απλώς να παλέψετε με τη συνείδησή σας», του είπε η δικαστής.

Κατά τη διάρκεια της δίκης, ένας ιστορικός αμφισβήτησε τον ισχυρισμό του Ντέι ότι θα αντιμετώπιζε σκληρή τιμωρία αν ζητούσε να τον απομακρύνουν από το στρατόπεδο. Όπως είπε, χιλιάδες δεσμοφύλακες των SS είχαν μετακινηθεί από τα στρατόπεδα στο μέτωπο. Η δικαστής κατέληξε πως αυτό συνεπάγεται ότι δεν επιδίωξε την απομάκρυνσή του.

Πηγή: www.theguardian.com