Το λέω πρώτα στον εαυτό μου που, όχι λίγες φορές, ιδίως τώρα που μας κυριεύει όλους η ανησυχία για τον κορωνοϊό, χάνω την ψυχραιμία μου, θυμώνω, αναστατώνομαι, στενοχωριέμαι, φωνάζω. 
 
Βλέπουμε π.χ. τρεις ανθρώπους να περπατάνε μαζί στον δρόμο και τρελαινόμαστε. Εύκολα επικρίνουμε τους άλλους. Σπάνια γυρνάμε τον καθρέφτη προς τον ίδιο μας τον εαυτό. 
 
Προχθές, είδα δύο εργάτες στην οικοδομή ενός ακόμα πύργου στη γειτονιά μου στη Λεμεσό, κι ήμουν έτοιμος να πάρω την Αστυνομία ή να γράψω ένα κατεβατό εδώ ή στα social media. Ευτυχώς με πρόλαβε η γυναίκα μου που με ενημέρωσε ότι μέχρι και τρεις επιτρέπεται.
 
Στην Ελλάδα, πάλι, η Έλενα Ακρίτα πρώτα, και ένας ολόκληρος στρατός έπειτα από συναδέλφους και ανωνύμους ακόλουθούς τους, τιμώρησαν με δημόσια διαπόμπευση μια νέα δημοσιογράφο, που έκανε ένα ανθρώπινο λάθος. Περιγράφοντας μια σκηνή από το μεγαλειώδες, κατανυκτικό κοντσέρτο του Αντρέα Μποτσέλι, στον Καθεδρικό ναό του Μιλάνου, αναφέρθηκε «στο βλέμμα και τη στάση» του Ιταλού τενόρου και, μεταφέροντας και το δικό της συναίσθημα πρόσθεσε ότι «βλέπεις, κοιτάζει χαμηλά, νιώθει το βάρος της ευθύνης γι’ αυτό που κάνει εκείνη τη στιγμή…».
 
Δεν ξέρει ότι ο Μποτσέλι είναι τυφλός, σχεδόν από γεννησιμιού του; Το ξέρει. Η Μαρία είναι από τις πιο ικανές νέες δημοσιογράφους στην Ελλάδα σήμερα. Ευαίσθητη και σπιρτόζα. Άλλο ήθελε να πει. Κι αυτό το άλλο, ήταν ωραίο. Όχι! Πέσαμε πάνω της να την κατασπαράξουμε. Πρώτη και καλύτερη, η Έλενα Ακρίτα που, τα τελευταία χρόνια ιδίως, μοιάζει με χύτρα ταχύτητος έτοιμη να εκραγεί.
 
Λέω να ηρεμήσουμε! Γιατί αν συνεχίσουμε έτσι (λέω πάλι και στον εαυτό μου), τελικά θα γλυτώσουμε από τον κορωνοϊό αλλά θα πάμε από χύτρα!
 
Μια άλλη συνάδελφός μου εδώ στην Κύπρο, που τουιτάρισε προχθές φωτογραφία που έδειχνε τέσσερις ψάλτες στην κατανυκτική Λειτουργία της Μεγάλης Δευτέρας, όπως τους βλέπαμε από την τηλεόραση. Έβαλε στρογγυλούς κύκλους στα πρόσωπά τους, κάτι σαν μάσκες τρομακτικές. Για να τους προστατεύσει λες; Μπα, δεν νομίζω. Αφού σαν να καλούσε την κυπριακή Αστυνομία (την οποία έκανε και mention στο τουίτ) να τους μαζέψει. Έτσι μου φάνηκε εμένα η ανάρτησή της.
 
Ξέρετε, υπάρχει και η γενική φωτογραφία, που συχνά, κάποτε και σκόπιμα, δεν βλέπουμε. Τέσσερις ψάλτες και ένας-δυο ιερείς, όχι σε έναν μικρό χώρο όπου εύκολα μπορεί ο ένας να κολλήσει τον άλλον, αλλά μέσα σε χώρο τεράστιο, μερικών εκατοντάδων τετραγωνικών μέτρων. Έτσι είναι οι περισσότερες εκκλησίες μας, μεγάλες, ευρύχωρες και ψηλοτάβανες. 
 
Σκέφτομαι λοιπόν πως αυτοί οι 5-6 άνθρωποι θα μπορούσαν να ήταν μια οικογένεια στο σπίτι τους. Μια οικογένεια μάλιστα, που σπάνια βγαίνει έξω, γιατί είναι πολύ λιγότερες οι ανάγκες της από τις δικές μας. Σπάνια θα πάνε σε σουπερμάρκετ, φούρνους και φρουταρίες για ψώνια, όπου ο κόσμος είναι πολύ περισσότερος και τα μικρόβια, βοηθούντων ίσως και των κλιματιστικών, απείρως περισσότερα.
 
Έτσι λοιπόν, ακόμα και αν οι τρεις ψαλτάδες και οι δύο παπάδες θεωρηθούν «δημόσιος κίνδυνος» εάν κάποιος από τους πέντε έχει τον ιό και τον περάσει σε άλλους, τότε όλοι εμείς που κάνουμε ουρές για να μπούμε στις υπεραγορές, σίγουρα είμαστε κινούμενες βόμβες και υποψήφιοι μελλοθάνατοι ταυτόχρονα. 
 
Να μην πάμε σουπερμάρκετ, λοιπόν; Όχι, δεν το ισχυρίζομαι αυτό. Να ηρεμήσουμε λέω. Πρέπει ίσως, με πιο αυστηρά μέτρα, και οπωσδήποτε με μεγαλύτερη αυτοσυγκράτηση από τους κακομαθημένους και καλοταϊσμένους εαυτούς μας, να προστατευθούμε όλοι. Επιλεκτικά, δεν δουλεύει το πράγμα…
 
Και πέραν αυτού: Σε αντίθεση με εμάς, οι ελάχιστοι που ψάλλουν και λειτουργούν στις εκκλησίες μας δεν πάνε τόσο συχνά και τόσο μαζικά για ψώνια της μάσας. Ειδικά αυτές τις μέρες, στερούνται αυστηρά την τροφή. Νηστεύουν. Άρα, αποτελούν μικρότερη απειλή από εμάς. 
 
Να ηρεμήσουμε, λέω Χρηστάκη! Διότι είσαι και εσύ μέσα στους «επικριτές συμπεριφοράς». Κι αν κάποιος πράγματι ξωκείλει, υπάρχει πάντα ένα καλός τρόπος να το επισημάνεις. Ναι, σε σένα το λέω, που τώρα κάνεις τον, κατά τον Ησύχιο, «άσπιλο, άμωμο, καθαρό». Κι ήθελες να κοινωνήσεις κιόλας, τρομάρα σου! 
 
Εικονογράφηση: Εμμανουήλ Ζαΐρης (1876 – 1948) «Ο Αγιασμός» Λάδι σε καμβά, 91 x 113,5 εκ.