Όταν ένας γονιός μαθαίνει ότι το παιδί του έχει καρκίνο
  Το πιο δύσκολο ρεπορτάζ ενός δημοσιογράφου είναι αυτό που αφορά μια σκληρή δύσκολη περιπέτεια υγείας ενός δικού του προσώπου, ιδίως εάν το πρόσωπο αυτό είναι ένα 4χρονο κορίτσι, που το λένε Ερατώ, και το ρεπορτάζ είναι του Ηλία Μαγκλίνη, που εκτός από δημοσιογράφος (αρχισυντάκτης του πολιτιστικού ένθετου «Τέχνες και Γράμματα» της εφημερίδας «Καθημερινή» στην Ελλάδα) είναι και εξαιρετικός συγγραφέας, ο οποίος έμαθε, μαζί με τη γυναίκα του, πριν από περίπου 12 μέρες, ότι η Ερατώ έπασχε από οξεία λεμφοβλαστική λευχαιμία. Στο κυριακάτικο φύλλο της εφημερίδας, λίγες μέρες αφότου τα πιο πολλά ΜΜΕ είχαν αφιερώματα για την Παγκόσμια Ημέρα κατά του Παιδικού Καρκίνου, ο Ηλίας αποφάσισε να γράψει αυτό το σπαρακτικό κομμάτι, με τίτλο «Γράμμα από το Μέτωπο», και να μοιραστεί με όσο περισσότερο κόσμο γίνεται την πιο δύσκολή του ώρα: την πρώτη χημειοθεραπεία του παιδιού του.
  Σκέφτηκα να το αναδημοσιεύσω και εδώ, πιστεύοντας ότι θα το ήθελε και ο συνάδελφός μου. Ακριβώς, για να φωτίσει εκείνες τις πλευρές του ανθρώπου, που μέχρι πρόσφατα τις κρύβαμε.
  Ένα κείμενο για την αγάπη που δεν περιγράφεται – για την «αδιανόητη γραμμή ζωής που ενώνει τους ασθενείς και τους συγγενείς τους», όπως σημειώνει, αναδημοσιεύοντάς το και αυτός, ο φίλος του συγγραφέας Θανάσης Τριαρίδης. 
  Και φυσικά, όπως λέει, η Ερατώ θα γίνει εντελώς καλά – η ιατρική έχει κάνει θαύματα και η πιθανότητα πλήρους αποθεραπείας αυτής της νόσου είναι μεγάλη. «Και μετά από χρόνια, μεγάλη κοπέλα πια, θα διαβάσει όλα αυτά τα κείμενα και θα νιώσει δέος και περηφάνια για τον σπάνιο πατέρα της, για τους σπάνιους γονιούς της». Για όλους τους σπάνιους γονιούς που σχηματίζουν ετούτη την αδιανόητη γραμμή ζωής στους διαδρόμους κάθε ογκολογικού νοσοκομείου, όπου δίνονται και κερδίζονται πολλές τέτοιες μάχες. 
  «Την πήρα στην αγκαλιά μου, με τη μαμά της από δίπλα να σπρώχνει τον στρατό με τους ορούς. Την οδηγήσαμε στο δωμάτιο όπου θα της έκαναν την ενδορραχιαία έγχυση. Στην πρώτη της χημειοθεραπεία. Την κράτησα στην αγκαλιά μου γεμάτος τρόμο, λύπη μα και δέος: καλείται στα τέσσερά της να δώσει μια μάχη που στα πενήντα μου ούτε μπόρεσα να φανταστώ ποτέ.
  »Μας είπαν να την τοποθετήσω μπρούμυτα στην κλίνη και μετά μας ζήτησαν να βγούμε έξω. Και την αφήσαμε εκεί, στα χέρια του γιατρού και των νοσηλευτριών, που μάθαμε πολύ γρήγορα να εμπιστευόμαστε με κλειστά μάτια.
  »Έπρεπε να την τοποθετήσουν σκυφτή, γονατιστή, για να διαγραφεί καθαρά η σπονδυλική της στήλη για να περάσει η βελόνα. Και να παραμείνει σε αυτή τη στάση προκειμένου το χημικό να κυλήσει εσωτερικά έως τη βάση του κρανίου. Κάποια αναισθησία, τοπική, είχε γίνει, αλλά οι γιατροί ήταν σαφείς εκ των προτέρων: δεν γίνεται να μην πονέσει, έστω και λίγο.
  »Κι έπειτα, έπρεπε για δύο ώρες να την κρατήσουμε με τη μητέρα της σε μια τέτοια στάση για δύο (2) ώρες. Χτυπιόταν και τσίριζε, μας διαολόστελνε με τον τρόπο της, χαστούκιζε το πρόσωπό της με μανία και ωρυόταν.
  »Όση ώρα της κρατούσα τα πόδια ακινητοποιημένα σαν βασανιστής, σκεφτόμουν ότι ήταν Πέμπτη, έντεκα και τέταρτο το πρωί – εκείνη την ώρα, οι συμμαθητές της στο προνήπιο θα έκαναν κανονικά το πρόγραμμά τους γελώντας και παίζοντας μεταξύ τους και με τις δασκάλες τους, και μετά θα επέστρεφαν σπίτια τους. Μα εκείνη έλειπε.
  »Η Αγία Καθημερινότητα· το άπιαστο, μακρινό όνειρο.
  »Κάποια στιγμή ηρέμησε και βρήκαμε τον τρόπο, με μια αγκαλιά και κινούμενα σχέδια στο κινητό, να περάσει το δίωρο. Και μετά ήταν όλο γέλια – διότι αυτό είναι όλα τα παιδιά: τη στιγμή που παύει ο πόνος, η κακουχία, η ενόχληση, μπορούν να γελάσουν και πάλι, να παίξουν, να χαζολογήσουν σαν να μην είχε συμβεί τίποτα προηγουμένως. Και τότε εσύ, ο μεγάλος, ο ενήλικας, ο γονιός, ο απολύτως διαλυμένος από την όλη εμπειρία, να πάρεις το πιο απίστευτο κουράγιο. Είναι όπως το λέει το τραγούδι: Πώς να κρυφτείς απ’ τα παιδιά· έτσι κι αλλιώς τα ξέρουν όλα.
  »Στους διαδρόμους του “Ελπίδα”, με τον παιδότοπο και τα άλλα παιδιά με τους επιθετικούς παιδικούς καρκίνους, τα παιδιά που παίζουν γελώντας, χωρίς μαλλιά, με ορούς να τα συνοδεύουν σαν υγρή σημαία στο πλάι τους, και ήρωες-γονείς να χαμογελούν μπροστά τους, όπως γελάει ένας γονιός μπροστά στο παιδί του που παίζει στις κούνιες, αισθάνθηκα πολύ μικρός και ανόητος. Έπρεπε να το δω για να νιώσω αυτή την αδιανόητη δύναμη ζωής: από τους γιατρούς και τις νοσηλεύτριες έως αυτά τα παιδιά, αυτούς τους γονείς. Και αυτό ήταν το πρώτο μου γράμμα στον κύριο Γκρι από το μέτωπο στο οποίο μάχεται το παιδάκι μου.
  »Τώρα ξέρω: η κόρη μου έχει μπει στα χαρακώματα· εγώ παραμένω άκαπνος.»