Η Φωτεινή Μιχαηλίδου – Χρίστου, δικηγόρος από τη Λεμεσό, γράφει για τα ΜΜΕ.
 
Όταν αναφερόμαστε σε εξαγορασμένα ΜΜΕ, στις μέρες μας, λίγο ή πολύ όλοι καταλαβαίνουμε τι εννοούμε. Προβολή εικονικού θετικού έργου, υποβάθμιση της αντιπολίτευσης, αυξημένος τηλεοπτικός χρόνος στους κυβερνώντες, αποσιώπηση αρνητικών, για τη διακυβέρνηση, ειδήσεων κ.λπ. Πέραν όμως της απαράδεκτης αυτής τακτικής της εξαγοράς των ΜΜΕ, υπάρχει στην εποχή μας κι ένα άλλο πρόβλημα που σχετίζεται με τον ρόλο και την απήχηση της δημοσιογραφίας στην Κύπρο και το οποίο είναι κάπως πιο αδιόρατο, όχι τόσο εμφανές στον θεατή. Και αυτό είναι η δημοσιογραφία διακωμώδησης της διαφθοράς. Αυτό λοιπόν είναι ένα νέο στυλ δημοσιογραφίας και κάλυψης γεγονότων ή δηλώσεων, το οποίο όμως είναι εξίσου επικίνδυνο για την ήδη κατακρεουργημένη κριτική σκέψη των πολιτών, όπως και η εξαγορασμένη δημοσιογραφία· γιατί μπορεί εκ πρώτης όψεως να φαίνεται σαν άσκηση κριτικής για τη διαφθορά των κυβερνώντων και τη σήψη των θεσμών, αλλά στην ουσία, το μόνο που καταφέρνει είναι να απενοχοποιεί τους ενόχους για πολύ σοβαρά ηθικά και πολιτικά σκάνδαλα, προκαλώντας γέλιο για γεγονότα που κάθε άλλο παρά αστεία είναι. Έτσι η δημοσιογραφία της διακωμώδησης προσδίδει μια σχεδόν ηλιθιώδη ελαφρότητα σε ζητήματα που αλλού θα έριχναν κυβερνήσεις.
Αυτή την τακτική τη θρέφουν φυσικά οι κυβερνώντες αφού εξόφθαλμα τους εξυπηρετεί: Ενώ σε άλλη περίπτωση απόδοσης των ειδήσεων με τη σοβαρότητα που τους αρμόζει, οι πολίτες θα έβγαιναν στους δρόμους απαιτώντας την άμεση παραίτηση της Κυβέρνησης υπό το βάρος των αλλεπάλληλων σκανδάλων, με την τακτική της διακωμώδησης, οι πολίτες μετατρέπονται σε άβουλους θεατές που χασκογελούν με τις «ατάκες του Νίκαρου», με «τα τερτίπια του Αβέρωφ», με τις, γεμάτες θράσος, δηλώσεις του κυβερνητικού εκπροσώπου, με τα «μαργαριτάρια» του Αρχιεπισκόπου κ.ο.κ. Όταν δε πλησιάζουν οι εκλογές η διακωμωδημένη δημοσιογραφία πασπαλίζεται και με τεράστιες δόσεις πολιτικής ισοπέδωσης με τα τετριμμένα σλόγκαν του τύπου «όλοι είναι οι ίδιοι», «έχουμε απλά τα δυο άκρα που τσακώνονται μεταξύ τους», «γιατί οι άλλοι ήταν καλλίττεροι» και ούτω καθεξής. Ο πολίτης απελπίζεται, απέχει από τις εκλογές γιατί το θεωρεί πράξη επανάστασης ή αντίδρασης αφού «όλοι είναι το ίδιο» και οι διεφθαρμένοι εκλέγονται και επανεκλέγονται. Έτσι μέσα από το στοχευμένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο της διακωμώδησης της κυβερνητικής διαφθοράς από τη μια και της καλλιέργειας πολιτικής ισοπέδωσης από την άλλη, οι διεφθαρμένες κυβερνήσεις πετυχαίνουν πανηγυρικά τον σκοπό τους. 
Γιατί όσο εμείς γελάμε με τα τερτίπια, τις ατάκες, τις κουτοπονηριές και τα μαργαριτάρια τους, τόσο αυτοί ξηλώνουν την κρατική μας υπόσταση και συνθλίβουν κάθε απομεινάρι από την κριτική μας σκέψη.