Αρνητικά επιτόκια και συντάξεις: γίνεται όλο και πιο προφανές ότι τα επιτόκια με αρνητικά πρόσημα τα οποία εισήγαγαν αρκετές χώρες μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση συνθλίβουν την κερδοφορία των τραπεζών. Λιγότερο προφανείς, αν και ίσως πιο σημαντικές για την κοινωνία ως σύνολο, είναι οι εξουθενωτικές επιπτώσεις τους στα συνταξιοδοτικά προγράμματα. Κι αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι ημέρες του κόστους δανεισμού… υπό το μηδέν ενδέχεται να φθάνουν στο τέλος τους.

Αργότερα εντός της εβδομάδας, η κεντρική τράπεζα της Σουηδίας εμφανίζεται έτοιμη να εγκαταλείψει την πολιτική αρνητικών επιτοκίων που ακολουθεί εδώ και περίπου πέντε χρόνια και να αυξήσει το βασικό της επιτόκιο στο 0%, παρόλο που ο πληθωρισμός αναμένεται να παραμείνει πεισματικά κάτω από τον στόχο τα επόμενα χρόνια.

Ο διοικητής της Riksbank, Stefan Ingves, έχει δηλώσει ότι τα αρνητικά επιτόκια αποτελούσαν πάντα ένα “προσωρινό μέτρο” και ότι η κεντρική τράπεζα “πιθανότατα” θα αυξήσει το κόστος δανεισμού στη σχετική με το θέμα συνεδρίασή της, την Πέμπτη. Υπάρχει ήδη σοβαρή κριτική για την διαφαινόμενη κίνηση, με τον Σουηδό πρώην κεντρικό τραπεζίτη Lars E.O. Svensson να καταδικάζει μια τέτοια πιθανότητα, αποδίδοντάς την σε έναν “παράλογο φόβο” των αρνητικών επιτοκίων.

Ωστόσο, δεν υπάρχει τίποτε το παράλογο στην ανησυχία για τις οικονομικές επιπτώσεις της διατήρησης του κόστους δανεισμού κάτω από το μηδέν για μια παρατεταμένη χρονική περίοδο. Τα μέτρα έκτακτης ανάγκης που εφαρμόστηκαν για την αναζωογόνηση της ανάπτυξης, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που έλαβαν οι κεντρικές τράπεζες επεκτείνοντας τους ισολογισμούς τους μέσω ποσοτικής χαλάρωσης, υποτίθεται ότι ήταν μεταβατικά. Αντ’ αυτού, τείνουν να καταστούν δομικά στοιχεία του παγκόσμιου οικονομικού στερεώματος.

Καταστροφικές συνέπειες

Αυτή η τάση αποδεικνύεται καταστροφική για τα συνταξιοδοτικά προγράμματα. Η μείωση των επιτοκίων κατά 1% αυξάνει τις υπολογιζόμενες συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις κατά περίπου 20%. Μειώνει τον δείκτη χρηματοδότησης, το οποίο μετρά την ικανότητα του παρόχου συνταξιοδότησης να εκπληρώνει τις μελλοντικές υποχρεώσεις του, κατά περίπου 10%. Οι εκτιμήσεις αυτές προέρχονται από έρευνα στην οποία συμμετείχαν 153 πάροχοι συνταξιοδοτικών προγραμμάτων – υπηρεσιών ανά την Ευρώπη, με συνολικά περιουσιακά στοιχεία 1,9 τρισεκατομμυρίων ευρώ (2,1 τρισεκατομμυρίων δολαρίων). Τη διεξαγωγή της έρευνας χρηματοδότησε  η Amundi, o μεγαλύτερος διαχειριστής κεφαλαίων της Ευρώπης, ενώ τα αποτελέσματά της δημοσιεύθηκαν από την Crea-Research νωρίτερα εντός του Δεκεμβρίου.

Στο σύνολό τους, τα ευρωπαϊκά συνταξιοδοτικά προγράμματα αντιμετωπίζουν περισσότερες δυσκολίες από ποτέ. Σχεδόν το ένα τέταρτο έχει επίπεδα χρηματοδότησης 90% ή λιγότερο, με λιγότερα από το ένα τρίτο να καλύπτουν περισσότερο από το 100% των μελλοντικών τους υποχρεώσεων, σύμφωνα με την έρευνα. Επιπλέον, το 40% υποφέρει από αρνητικές καθαρές ταμειακές ροές, σε σύγκριση με το 33%, που έχει θετικές. Κατά μεγάλο μέρος, οι συμμετέχοντες στην έρευνα επιρρίπτουν ευθύνες γι’ αυτή την κατάσταση στις κινήσεις των κεντρικών τραπεζιτών. Το 62% συμφωνεί ότι “με το QE έχει υπονομευθεί η μακροπρόθεσμη οικονομική βιωσιμότητα των συνταξιοδοτικών προγραμμάτων”. Η κατηγορία προς; τις κεντρικές τράπεζες δεν είναι ασήμαντη, δεδομένου ότι το μεγαλύτερο μέρος των ερωτηθέντων θεωρεί ότι η πολιτική μαζικής αγοράς κρατικών ομολόγων που ακολουθούν πολλές εξ αυτών έχει καταστεί αναποτελεσματική.

Με περίπου 11,7 τρισ. δολ. του παγκόσμιου χρέους να έχουν αρνητική απόδοση, τα funds που διαχειρίζονται συνταξιοδοτικά προγράμματα αναμένουν υστέρηση στις αποδόσεις των περιουσιακών στοιχείων τα οποία διαχειρίζονται.

Οι χαμηλές αποδόσεις σωρεύουν προβλήματα για το μέλλον. Αυτό είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό, καθώς η ευθύνη για την αποταμίευση χρημάτων για τη ζωή μετά την αποχώρηση από την αγορά εργασίας μεταφέρεται όλο και περισσότερο στους ίδιους τους ιδιώτες, απομακρυνόμενη από εταιρείες και κράτη. Ο διοικητής της κεντρικής τράπεζας της Δανίας, Lars Rhode, έφτασε να χαρακτηρίσει το βάρος μιας τέτοιας προοπτικής ασήκωτο: “Το καθήκον ενίσχυσης του συνταξιοδοτικού συστήματος ώστε να μπορεί να αντισταθεί στις πιέσεις από τα χαμηλότερα επιτόκια και τους υψηλότερους δείκτες εξάρτησης γήρατος δεν μπορεί να μεταβιβαστεί στον ατομικό αποταμιευτή”, δήλωσε νωρίτερα αυτόν τον μήνα.

Σκεπτικισμός

Αυτή τη στιγμή η διακοπή των έκτακτων μέτρων νομισματικής πολιτικής που θεσπίστηκαν μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση μπορεί να μην φαίνεται στον ορίζοντα, καθώς η κεντρική ομοσπονδιακή τράπεζα των ΗΠΑ (Federal Reserve) υποχώρησε από τις προσπάθειές της για εξομάλυνση του κόστους δανεισμού, ενώ η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (EKT) ξεκίνησε εκ νέου πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) μέσα στο 2019. Ωστόσο, οι αμφιβολίες για το εάν τέτοιες ακραίου χαρακτήρα ενέργειες νομισματικής πολιτικής συνεχίζουν να είναι αναγκαίες ή όχι αυξάνονται.

Η Pacific Investment Management προσχώρησε στη χορωδία των επικριτών τον περασμένο μήνα, ενώ οι Nicola Mai και Peder Beck-Friis ανέφεραν σε έκθεσή τους ότι τα αρνητικά επιτόκια “δημιουργούν σημαντικές προκλήσεις” για τη βιομηχανία των συνταξιοδοτικών υπηρεσιών. Στην έκθεση σημειώνουν ότι η επικρατούσα “πολιτική αρνητικών επιτοκίων δεν έχει πολλά περιθώρια συνέχισης”, καθώς οι αθέλητες συνέπειές της γίνονται ολοένα και πιο εμφανείς.

Εάν ο νεόκοπος σκεπτικισμός της σουηδικής κεντρικής τράπεζας σχετικά με την αποτελεσματικότητα των αρνητικών επιτοκίων καταστεί τόσο διαδεδομένος όσο ο προηγούμενος ενθουσιασμός για κόστος δανεισμού υπό το μηδέν, η ανακούφιση θα βρίσκεται επί θύραις για τους παρόχους συνταξιοδοτικών προγραμμάτων, καθώς και για τους εργαζόμενους που εξαρτώνται από την “ασφαλή φωλιά” που χτίζουν για μια άνετη ζωή μετά τη συνταξιοδότησή τους.

 

Του Mark Gilbert

Πηγή: Bloomberg