Toν είχα συναντήσει ένα βράδυ, γύρω στις 9, στο διαμέρισμά του, στον 5ο όροφο μιας πολυκατοικίας, στους πρόποδες του Λυκαβηττού. Πάνε καμπόσα χρόνια από τότε καθότι, αν θυμάμαι καλά, ο 21χρονος σήμερα γιος του, ήταν δεν ήταν δύο χρονών. Ήταν προσηνής και χαμογελαστός, παρόλο που τον είχα στήσει σαράντα ολόκληρα λεπτά να με περιμένει. Δεν διαμαρτυρήθηκε καθόλου.
 
Τότε δεν είχε εκδηλώσει ακόμα το ενδιαφέρον του για την πολιτική -«προς το παρόν, ένα μέλος της οικογένειας είναι αρκετό», δήλωνε στους δημοσιογράφους. Ήταν άλλωστε μόλις στα 31 του και σύμφωνα με μια παλαιότερη συνέντευξή του, το 1993, όταν έκανε το ντεμπούτο του στα ΜΜΕ ως «ο γιος Μητσοτάκη», είχε την αντίληψη πως: «…Εάν κάποιος έμπαινε στην πολιτική στα σαράντα του, έχοντας κάνει ενδιαφέροντα πράγματα προηγουμένως, δουλεύοντας και αποκτώντας εμπειρίες, παραμένοντας αλώβητος από το πολιτικό περιβάλλον της χώρας και έχοντας μεγαλύτερη ανεξαρτησία, θα μπορούσε να προσφέρει περισσότερο». Τελικά δεν περίμενε να γίνει 40 -στα 36 του εκλέγηκε πρώτος σε σταυρούς στη μεγαλύτερη περιφέρεια της Αθήνας, τη Β’ Αθηνών- παρόλα αυτά το βιογραφικό του είχε ήδη να επιδείξει μια δεκαετή επαγγελματική πορεία στον ιδιωτικό τομέα. 
Αυτό που είχα κρατήσει από εκείνη τη συνάντηση, με τον 31χρονο τότε Μητσοτάκη, ήταν θυμάμαι, οι συγκροτημένες απόψεις που άφηναν να διαφανεί ότι κουβαλούσε μια ρεαλιστική αντίληψη της πολιτικής. «Δεν πιστεύω στην ωραιοποιημένη πολιτική που για λόγους δημοσίων σχέσεων επιθυμεί να τα έχει καλά με όλο τον κόσμο. / Στην Ελλάδα υπάρχουν ισχυρότατα κατεστημένα και συντεχνιακά συμφέροντα που έχουν διαβρώσει τον τόπο για πολλές δεκαετίες. / Οι αλλαγές επιβάλλουν τομές, οι τομές προκαλούν ρήξεις και οι ρήξεις φέρνουν τις συγκρούσεις». / «Η Ελλάδα και η Τουρκία πρέπει να αναζητούν λύσεις στα προβλήματά τους που να προωθούν με τον τρόπο τους τα συμφέροντα και των δύο χωρών, αυτό δηλαδή που ονομάζεται στην ορολογία της θεωρίας παιγνίων win-win solution». / «Εάν η Ελλάδα αντιμετωπίζει μέχρι σήμερα δυσκολίες να καταξιωθεί ως ο πιο αξιόπιστος συνομιλητής σε μια ταραγμένη περιοχή, που de facto θα έπρεπε να της ανήκει, οφείλεται στο γεγονός ότι πολλές φωνές βλέπουν την εξωτερική πολιτική μέσα από το πρίσμα εθνικιστικών συναισθηματισμών»…
Έκτοτε κύλησε πολύ νερό στ’ αυλάκι. Με θετικά, αρνητικά και παράδοξα. Το 2008, το σκάνδαλο της Siemens ήρθε να κηλιδώσει το καθαρό πολιτικό του μητρώο και παρά τις εξηγήσεις, είναι ένα σκάνδαλο που θα τον κυνηγά για πάντα. Από την άλλη, η στάση του στην εκλογή του δεξιού Προκόπη Παυλόπουλου στην προεδρία της Ελληνικής Δημοκρατίας, καταγράφηκε στα θετικά. Ήταν ο μόνος βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας που δεν τον ψήφισε. Και την απόφασή του την δικαιολόγησε με ευθύτητα: «1ον, δεν αντιστάθηκε στις ‘σειρήνες’ του πελατειακού κράτους, 2ον χειρίστηκε με ανεπάρκεια μια από τις μεγαλύτερες κρίσεις της σύγχρονης ιστορίας μας, το Δεκέμβριο του 2008, 3ον δεν εκφράζει τη θέση της Ελλάδας στην ενωμένη Ευρώπη με τον τρόπο που εγώ θα επιθυμούσα». Στα παράδοξα, η στάση που τήρησε το 2010, όταν η Ελλάδα απέφευγε τη χρεοκοπία με την ψήφιση του 1ου Μνημονίου. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν το είχε ψηφίσει, υπακούοντας στο κόμμα του, σε αντίθεση με την αδελφή του, Ντόρα Μπακογιάννη, που το είχε ψηφίσει. Πολύ αργότερα, παραδέχθηκε δημόσια ότι «το 2010 είχα βάλει το κόμμα πιο πάνω από τη χώρα». 
Με το «Μακεδονικό» δεν είχαμε ασχοληθεί σ’ εκείνη τη συνέντευξή μας, ίσως γιατί το θέμα «αποκοιμόταν» εκείνα τα χρόνια. Ωστόσο, στην πρώτη – πρώτη συνέντευξή του, το 1993, μια περίοδο ιδιαίτερα έντονη στο «βιογραφικό» του ζητήματος, είχε εκφράσει άποψη: «Δεν μπορώ να δω τη Δημοκρατία των Σκοπίων να αποτελεί ουσιαστικό γεωπολιτικό κίνδυνο για την Ελλάδα» / «Η δική μου εντύπωση, και το λέω με βαριά καρδιά, είναι ότι το ‘Μακεδονικό’ δεν μπορεί να είναι το πρώτο θέμα της εξωτερικής πολιτικής μας» / «Η ύπαρξη ενός ρεύματος εθνικισμού, και δεν χρησιμοποιώ τον όρο αξιολογικά, είναι περιοριστική για μια κυβέρνηση. Και τούτο διότι γνωρίζει ότι οποιοδήποτε αποτέλεσμα διαφορετικό από εκείνο που προσδοκά η κοινή γνώμη, δεν θα γίνει αποδεκτό. Αυτό είναι προβληματικό, διότι η Ελλάδα ξεκινά διαπραγματευτικά με μια απόλυτη θέση…».
Είκοσι πέντε χρόνια αργότερα, ωστόσο, και παρόλο που η θέση του πατέρα του και της ΝΔ ήταν καλά γνωστές, ο ίδιος -όντας ένα βήμα πριν από την πρωθυπουργία- τήρησε διαφορετική στάση για ευνόητους λόγους. Προτίμησε να συνταχθεί με τις ορδές των μακεδονομάχων, ξεχνώντας τα περί «εθνικιστικών συναισθηματισμών που κρατούν όμηρο την εξωτερική πολιτική». Και παρόλο που ο ίδιος είχε στο μεταξύ δηλώσει ότι θα αποδεχτεί μια συμφωνία επικυρωμένη από το ελληνικό Κοινοβούλιο, εντούτοις, τη δεύτερη κιόλας μέρα της εκλογής του, ο μεν υφυπουργός των Εξωτερικών αναφέρεται απαξιωτικά σε «κρατίδιο», απειλώντας με βέτο στην εισδοχή της Βόρειας Μακεδονίας στην ΕΕ, ο δε Κωνσταντίνος Καραγκούνης μιλά για «θεραπεία» της Συμφωνίας.
 
Αξίζει, πάντως, να σημειωθεί ότι στην πρώτη ομιλία του, ο νέος Έλληνας πρωθυπουργός, δεν αναφέρθηκε ούτε στο «Μακεδονικό», ούτε στο Κυπριακό. Για το τι θα πράξει στο «Μακεδονικό» και πως θα αντιδράσει αυτός στις «σειρήνες του πελετειακού κράτους», έχει χρόνο. Για το Κυπριακό, δεδομένου ότι οι εξελίξεις είναι πιεστικές, θα διαφανεί πολύ σύντομα ποια στάση θα τηρήσει. Και κυρίως, αν θα εφαρμόσει και σ’ αυτό κάποιου είδους… «θεραπευτικές» πρακτικές.
 
Περιοδικό Down Town, τεύχος 656.