Σε μια ημικατεχόμενη χώρα, με εκτοπισμό των νομίμων κατοίκων από την υπό στρατιωτική κατοχή περιοχή της επικράτειας και με οργανωμένο σχέδιο παράνομου εποικισμού, δημογραφικής αλλοίωσης και με την πρόσθετη τώρα της Τουρκίας αξίωση για δύο κράτη, ο κυρίαρχος λαός δεν δικαιολογείται να απέχει κατά ένα μεγάλο ποσοστό από την άσκηση του εκλογικού του δικαιώματος / καθήκοντος. Για κάποιους τα ψηλά ποσοστά αποχής είναι φαινόμενο που παρουσιάζεται διεθνώς, ως αδιαφορία ή κούραση του λαού αφού, τα προβλήματα που αντιμετωπίζει δεν επιλύονται τελικά κατά τις προεκλογικές εξαγγελίες και προγράμματα με την εναλλαγή στη διακυβέρνηση.

Στην Κύπρο όμως, το φαινόμενο οφείλεται στη δικαία απαξίωση του λαού έναντι των πολιτικών και της πολιτικής που τα κόμματα προώθησαν και προωθούν διαχρονικά. Χιλιοειπωμένη η περί τούτου απογοήτευση του λαού. Η διαφθορά και η ανοχή που θεσμικά όργανα επέδειξαν έναντι της διαπλοκής, δεν καταπολεμάται με νομοθετικές πρόνοιες ή εξαγγελίες για ειδικές έρευνες. Πρέπει η πολιτική ζωή και κουλτούρα να αλλάξει πειστικά, σταθερά και σε βάθος ώστε να ανακτήσουν οι πολιτικοί την αναγκαία λαϊκή αποδοχή. Είναι η διαφάνεια και η σταθερή διεκδίκηση για ένα κράτος δικαίου, που θα επαναφέρει την εμπιστοσύνη του λαού. Επιτέλους η πολιτική ηγεσία ας αναδείξει ότι ενδιαφέρεται και προωθεί μέτρα και λύσεις εξυπηρετικές, κατά τρόπο απρόσωπο, προς το σύνολο της κοινωνίας των πολιτών. Με πρώτη και απαραίτητη τη διασφάλιση της ελευθερίας και της εδαφικής ακεραιότητας.

Η τακτική να αναζητούν κόμματα με ή χωρίς συγκλήσεις με άλλο κόμμα, ένα πρόσωπο ως υποψήφιο πρόεδρο, δεν προωθεί πραγματική αλλαγή στην κομματική νοοτροπία. Βέβαια το κάθε κόμμα αλλά και κάθε πολίτης καθορίζουν τις δικές τους επιλογές, τις δικές τους επιδιώξεις για τις όσες διεκδικήσεις και/ή υποχωρήσεις, έγιναν αντίθετα των αρχών δικαίου. Ο κάθε «ηγέτης», χρειάζεται για να επιτύχει αλλαγές, οι θέσεις του και η προσωπική πορεία και ενασχόληση του με τα κοινά, να τυγχάνει αποδοχής από το λαό. Συνεπώς η εκλογική αναμέτρηση, δεν μπορεί, όπως και στο παρελθόν παραδοσιακά, να συνδεθεί απλώς και μόνο με την προσπάθεια να μην εμφανιστεί ότι, η επιλογή της αποχής, επηρεάζει τα κομματικά ποσοστά.

Έχουμε ως χώρα περιέλθει σε μια πορεία που άλλοι κατά τα δικά τους συμφέροντα, προκαθόρισαν από χρόνια τη λύση του Κυπριακού. Αυτή τη διαχρονική υποχωρητικότητα και σιωπηρή αποδοχή των λεγομένων «πραγματικοτήτων» μαζί με την έλλειψη σταθερής αντικατοχικής διεκδίκησης, είναι που δεν αποδέχεται η επιλογή της αποχής.

Άρα το βάρος για να μειωθεί η αποχή μετατοπίζεται προς όσους διακήρυξαν υποψηφιότητα, χωρίς συμβιβασμούς και υπόγειες διαδρομές και συμφωνίες με ένα ή περισσότερα κόμματα. Επιτέλους ο τόπος χρειάζεται Πρόεδρο που χωρίς αμαρτίες διαπλοκής, θα σταθεί αμετακίνητος σε αρχές δικαίου που είναι η προσδοκία των ψηφοφόρων που απέχουν ως μορφή διαφωνίας τους, με ότι «παρήγαγε», αναξιοκρατικά και με διαφθορά, το κατεστημένο σύστημα. 

Λαέ απέδειξε διά της ψήφου σου ότι, δικαίως ονομάζεσαι κυρίαρχος.

*Δικηγόρος – Πρώην Βουλευτής