Η υποχρέωση των οργάνων της διοίκησης όταν εκδίδεται μια ακυρωτική απόφαση από το Διοικητικό Δικαστήριο είναι, αφενός να αποκαταστήσουν τα πράγματα στη θέση που ήταν πριν από την έκδοση της ακυρωτικής απόφασης και αφετέρου να επανεξετάσουν την ακυρωθείσα απόφαση και να προβούν στην έκδοση νέας απόφασης, με πλήρη συμμόρφωση προς τις διαπιστώσεις του Διοικητικού Δικαστηρίου για την ύπαρξη ορισμένων νομικών και πραγματικών καταστάσεων. 

Εντούτοις, όμως, εκείνο που παρατηρείται πολύ συχνά πλέον και που τείνει να γίνει «σύνηθες φαινόμενο» είναι ότι τα όργανα της διοίκησης, μετά την έκδοση μιας ακυρωτικής απόφασης, είτε παραλείπουν να συμμορφωθούν με το περιεχόμενο της ακυρωτικής απόφασης είτε συμμορφώνονται μετά την πάροδο μεγάλου χρονικού διαστήματος,  το οποίο πολλές φορές ξεπερνά τους δώδεκα και πλέον μήνες. Η παρατηρηθείσα αυτή συμπεριφορά των διοικητικών οργάνων, η οποία, όπως προανέφερα, είναι πλέον μία συνηθισμένη πρακτική, έχει τη ρίζα της στο ελλιπές υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο.  

Τέτοια φαινόμενα ασφαλώς και δεν συνάδουν με τις αρχές της χρηστής και εύρυθμης διοίκησης, ενώ παράλληλα παραβιάζουν και θίγουν το δικαίωμα στη δίκαιη δίκη, ως αυτό κατοχυρώνεται ρητά στο άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου  (ΕΣΔΑ), το οποίο δεν προστατεύει μόνο το δικαίωμα πρόσβασης στην δικαιοσύνη, αλλά προβλέπει την ουσιαστική και αποτελεσματική κατοχύρωση του εν λόγω δικαιώματος, αφού τόσο η δραστικότητα όσο και η εκτέλεση μιας δικαστικής απόφασης θεωρούνται εξίσου σοβαρές παράμετροι. Καθοδηγητική προς τούτο, είναι η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων 18357/91, Hornsby v. Greece, 01.04.1998, όπου το Δικαστήριο κάνοντας ειδική μνεία στις Διοικητικές Αρχές, τόνισε πως η μη συμμόρφωση ή η καθυστέρηση συμμόρφωσης τους, παραβιάζει τις εγγυήσεις που απολαμβάνει ένας διάδικος στο πλαίσιο του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, ενώ παράλληλα τις καθιστά και άνευ αντικειμένου. 

Η εξάλειψη τέτοιων φαινομένων, τα οποία άπτονται της ουσιαστικής και αποτελεσματικής απονομής της διοικητικής δικαιοσύνης, απαιτεί τροποποίηση του υφιστάμενου νομοθετικού και συνταγματικού πλαισίου καθώς επίσης και εφαρμογή τέτοιων νόμων, με τους οποίους θα διασφαλίζεται η συμμόρφωση των διοικητικών οργάνων με τις ακυρωτικές αποφάσεις, κάτι που θα καταστήσει την διοικητική δικαιοσύνη αποτελεσματικότερη και ουσιαστικότερη.  Ως προς το ποια είναι εκείνα τα μέτρα που θα μπορούσαν να άρουν το φαινόμενο της μη συμμόρφωσης, αναφέρουμε τα πιο κάτω:

1. Η περαιτέρω διεύρυνση των εξουσιών του Διοικητικού Δικαστηρίου. Αν και υπήρξε μια προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση, η οποία πραγματώθηκε με τον Νόμο 130(Ι)/2015, δυνάμει του οποίου τροποποιήθηκε το Σύνταγμα, με την προσθήκη στο άρθρο 146 αυτού της παραγράφου 5Α δια της οποίας προβλέπεται η δυνατότητα επιβολής κυρώσεων εναντίον μη συμμορφούμενου. Παρόλα αυτά, η εν λόγω διάταξη παραμένει «κενό γράμμα», αφού μέχρι και σήμερα δεν έχουν δοθεί στο Διοικητικό Δικαστήριο εκείνες οι εξουσίες δια των οποίων θα μπορούσε να καταστεί εφικτή η επιβολή κυρώσεων. Συνεπώς, θα πρέπει διά νόμου να αποδοθούν στο Διοικητικό Δικαστήριο συγκεκριμένες εξουσίες, ώστε, βάσει αυτών, να είναι πλέον εφικτή η επιβολή κυρώσεων. Εν ολίγοις, οι εξουσίες αυτές θα πρέπει να παρέχουν στο Διοικητικό Δικαστήριο, αφενός τη δυνατότητα προσδιορισμού του τρόπου κατά τον οποίο θα πρέπει να ενεργήσει η Διοίκηση και αφετέρου την δυνατότητα καθορισμού συγκεκριμένης προθεσμίας εντός της οποίας θα πρέπει να υπάρξει συμμόρφωση.

2. Η θέσπιση ειδικού νόμου, ο οποίος  σε περίπτωση μη συμμόρφωσης του διοικητικού οργάνου να προβλέπει και/ή να προνοεί ποινικές ή/και αστικές κυρώσεις στους προσωπικούς φορείς των διοικητικών οργάνων. Ένας τέτοιος νόμος θα λειτουργούσε αποτρεπτικά αφού το ενδεχόμενο ποινικών ή αστικών κυρώσεων θα ανάγκαζε τους φορείς των διοικητικών οργάνων να προχωρούν σε άμεση συμμόρφωση.

Τονίζεται ότι τα όσα αναφέρονται πιο πάνω ως μέτρα εξάλειψης του φαινομένου της μη συμμόρφωσης, εφαρμόζονται ήδη στις έννομες τάξεις άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Συγκεκριμένα, στη Γαλλία κατά το γαλλικό δίκαιο (L.95-125,8-2-1995,art.62,77), τα Διοικητικά Δικαστήρια έχουν ήδη έναν πιο διευρυμένο ρόλο και μια πιο διευρυμένη εξουσία, αφού όχι μόνο έχουν τη δυνατότητα να προσδιορίζουν τον τρόπο της συμμόρφωσης των διοικητικών οργάνων, αλλά έχουν επίσης και την εξουσία να θέτουν σε αυτά, προθεσμίες εκτέλεσης και συμμόρφωσης, ενώ στην Ελλάδα, όσον αφορά την προσωπική ευθύνη φορέων των διοικητικών οργάνων, σχετικές πρόνοιες υπάρχουν στον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (198(2)), στο Προεδρικό Διάταγμα υπ’ αριθμόν 18/1989 (50(4)), καθώς επίσης και στον Ποινικό Κώδικα (259), όπου στην βάση αυτών των νομοθετημάτων, οι προσωπικοί φορείς, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης υπέχουν αστική και ποινική ευθύνη.

Φυσικά, η λήψη τέτοιων νομοθετικών πρωτοβουλιών απαιτεί τη βούληση των αρμόδιων εξουσιών, ήτοι της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας, αφού εν τη ελλείψει τέτοιας βούλησης, η ουσιαστική απονομή της διοικητικής δικαιοσύνης θα παραμένει μετέωρη και θα συνεχίζει να οδηγεί τον επιτυχόντα διάδικο σε ένα φαύλο κύκλο ατέρμονων διοικητικών διαδικασιών.

* Δικηγόρος / Associate, ELIAS NEOCLEOUS & CO LLC, δικαστηριακό τμήμα, γραφείο Λευκωσίας