Ο Χρυσόστομος Ρουσής, πρώην Γυμνασιάρχης, καταγράφει ξένες λέξεις, που ενσωματώθηκαν στο λεξιλόγιο της Νεοελληνικής,  για κατανόηση και σωστή χρήση.

Ακολουθούν μερικές ξένες λέξεις, που ακούμε ή διαβάζουμε, μέσα σε προτάσεις εγκυκλοπαιδικής γνώσης:

Ρασιοναλιστής (γαλλική rationaliste) πραγματιστής, ορθολογιστής: «Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ήταν ένας οραματιστής και συνάμα ρασιοναλιστής (πραγματιστής) πρωθυπουργός». – «Ο Θεμιστοκλής, ο ευφυέστατος Έλληνας στρατηγός, ήταν ορθολογιστής και φιλόδοξος».  

Ρατσισμός (ιταλική  razzismo) φυλετισμός, η πρακτική διακρίσεων απέναντι σε ομάδες (φυλετικές, εθνικές, κοινωνικές) που θεωρούνται κατώτερες: «Ο Νέλσον Μαντέλα, ο ηγέτης που νίκησε τον ρατσισμό, ανακηρύχθηκε το 1994 ως ο πρώτος μαύρος πρόεδρος της Ν. Αφρικής». – «Οι νεοναζί της Χρυσής Αυγής τρέφονται από τη ρατσιστική προπαγάνδα που καλλιεργούν οι κυβερνήσεις». – «Nα σταματήσουμε τον ρατσισμό και να κλείσουμε τις πληγές της χώρας». (Καμάλα Χάρις).

Ρεβάνς (γαλλική revanche) 1. αντεκδίκηση: «Ο πολιτικός πήρε τη ρεβάνς από τους αντιπάλους του». – «Ο κορωνοϊός σαν να διεκδικεί “ρεβάνς” για την πρώτη φάση της πανδημίας,  στην οποία ηττήθηκε κατά κράτος». – «Σεβόμαστε την αρχή της πλειοψηφίας με σεβασμό  στη μειοψηφία, χωρίς ρεβανσισμούς».  2. Η επανάληψη αγώνα/ παιχνιδιού.

Ρεαλισμός (γαλλική réalisme) 1. πραγματισμός, το να βασίζει κανείς τη συμπεριφορά και τη σκέψη του σε πραγματικά δεδομένα: «O Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Β’ έχει όραμα και υγιή ρεαλισμό». (Βαρθολομαίος) – (ρεαλιστικός, ρεαλιστής) 2. καλλιτεχνικό ρεύμα.

Ρεβεγιόν (γαλλική reveillon) γιορτή το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων ή της Πρωτοχρονιάς: «Φέτος κάναμε ρεβεγιόν σε φιλικό σπίτι, λόγω κορωνοϊού».

Ρεζερβουάρ (γαλλική reservoir) ντεπόζιτο αυτοκινήτου: «Γέμισε το ρεζερβουάρ του αυτοκινήτου για το ταξίδι».  –  «Υπάρχουν στη κυπριακή αγορά φθηνά ρεζερβουάρ καυσίμων».

Ρεζίλι (τουρκική rezil) ντρόπιασμα, εξευτελισμός: «Γίναμε διεθνώς ρεζίλι με το σκάνδαλο των χρυσών διαβατηρίων».  –  «Μας έκανες ρεζίλι με τα καμώματά σου». – «Έγινε ρεζίλι των σκυλιών» (= Όταν κάποιος ξεφτιλίζεται τελείως, γελάνε και τα σκυλιά μαζί του).

Ρεζουμέ (γαλλική resume) το συμπέρασμα, το νόημα, η ουσία, η περίληψη: «Το ρεζουμέ της συζήτησης/ υπόθεσης». – «Τελικά, ποιο είναι το ρεζουμέ απ’ όλη αυτή τη συζήτηση, την υπόθεση;».