Μια άλλη Κύπρος, μακρινή, αγαπημένη, πονεμένη, όχι ξεχασμένη. Παιδικά χαμόγελα, χαρά, αθωότητα, ρούχα γιορτινά. Στο βάθος μια γαλανόλευκη που κυματίζει. Από τότε που είδα τούτη τη φωτογραφία με ακολουθεί, κόλλησε στο πετσί μου, είναι μέσα στις σκέψεις και τη ψυχή μου. Μια άλλη Κύπρος που δε θα ξανάρθει, ούτε το κοστουμάκι του ψιλοκουρεμένου αγοριού, ούτε το βελούδινο φορεματάκι με το γιακαδάκι και τα καλοχτενισμένα μαλλάκια.  Μια φωτογραφία που για μένα αντανακλά την ιστορία του κυπριακού προβλήματος στις ράχες του κόσμου της Κύπρου, Ελληνοκύπριων και Τουρκοκυπρίων.  

Η φωτογραφία δε μου δημιουργεί νοσταλγία, βγάζει από μέσα μου μια κρυφή αγάπη και μια συγκίνηση που συνοδεύεται από μια περίεργη αμηχανία. Αγάπη, γιατί στα μάτια των δυο παιδιών διαβάζεις χαρά και περηφάνια. Συγκίνηση, γιατί το σκηνικό μέσα στο οποίο εξελίσσεται αυτή η φευγαλέα στιγμή ευτυχίας είναι οικείο. Ένα κομμάτι σπιτιού, η ασοβάτιστη σκάλα, το πέτρινο, φαγωμένο από τον χρόνο πεζούλι πάνω στο οποίο στέκονται τα αδέλφια, η αυλή και ο μαντρότοιχος που περικλείει τον κόσμο τους. Αμηχανία, για τη σημαία που κυματίζει και δηλώνει ύπαρξη και περηφάνια.  

Στα διπλανά Τουρκοκυπριακά χωριά, ή και στα μεικτά χωριά μας ίδιο πρέπει να ήταν το σκηνικό. Παρόμοιες οικογενειακές στιγμές, χαρά και φιλοξενία, ίδια πλινθαρόκτιστα σπίτια, τολμώ να πω φτωχότερα, αυλές με πατημένο χώμα, μαντρότοιχοι και φούρνοι με μυρωδιές φρέσκου κουλουριού, Και εκεί σίγουρα γυρόφερναν, συνήθως ξυπόλυτα,  γελαστά παιδάκια. Ίσως και εκεί να υπήρχε μια σημαία σε άλλο χρώμα. 

Έτσι μεγάλωσαν γενιές Κυπρίων. Με την αγωνία αλλά και με την ευτυχία της συνεύρεσης, της φιλοξενίας, το γλέντι της γιορτινής μέρας, η οικογένεια, οι φίλοι, τα (τυχερά) παιδιά  με τα καινούργια παπούτσια που «παννούσαν», οι εξαίσιες μυρωδιές του αχνιστού ψωμιού και των φύλλων της χαρουπιάς που καίγονταν κάτω από το ψητό. Παιγνίδια στα χώματα της αυλής ή στα κοντινά χωράφια εν αναμονή των μεγάλων. Και κάπου στο βάθος μια σημαία. Ως ένδειξη ύπαρξης και περηφάνειας αλλά και διαφορετικότητας ή και ανασφάλειας.

Μετά την Ανεξαρτησία καταφέραμε και φτιάξαμε μια σημαία κοινή. Αποφύγαμε το κόκκινο και το γαλάζιο. Ο Ισμέτ Γκιουνέι, ο Τουρκοκύπριος καλλιτέχνης, που κέρδισε τον διαγωνισμό επέλεξε το άσπιλο λευκό για φόντο και  τοποθέτησε επάνω ένα χάλκινο νησί και ένα κλαδί ελιάς. Από τα δυο, το νησί επιπλέει ακόμη, το κλαδί έσπασε, χάθηκε το κατάπιε η μαύρη θάλασσα. 

 

Λίγοι την κατάλαβαν, ακόμη λιγότεροι την αγκάλιασαν, ελάχιστοι συνδέθηκαν μαζί της. Κάποτε στα φέρετρα βλέπουμε τη μια να επικαλύπτει την άλλη…και το δικό μου μυαλό πάει στο σκέπασε μάνα σκέπασε…

Κανείς όμως δε μας σκέπασε, συνεχίσαμε να επιπλέουμε μεθυσμένοι και επιπόλαιοι, δύσπιστοι και πεισματάρηδες στο λευκό πέλαγος, παρέα ενίοτε με τον Λεβάντε και τον Μαίστρο, πιο συχνά όμως και με την Τραμοντάνα και την Όστρια. Τη μια μας παρέσυραν οι αέρηδες, την άλλη μας κατάπιναν κάτι κύματα θεριά. Ανεμοδαρμένοι και μόνοι συνεχίσαμε την άστοχη πορεία μας. Δεν αναζητήσαμε, μα ούτε βρήκαμε ποτέ απάνεμο λιμάνι. Οι μέρες και οι νύχτες μας γέμισαν φόβο και αναταραχή μέχρι που ήρθε το κακό από τον βορρά, με κανόνια και τύμπανα και κόκκινες σημαίες. Εκείνοι με το άστρο της σελήνης, Ay Yıldız, όπως το αποκαλούν, και εμείς εκεί ψηλά στον Πενταδάκτυλο κυνηγημένοι, σφιχταγκαλιάζοντας εννιά λωρίδες, τις συλλαβές του «Ελευθερία ή θάνατος».

Κύλησαν εκείνοι οι δύσκολοι και απομακρυσμένοι καιροί. Μνήμες πια αποτυπωμένες σε μαυρόασπρες και εξιδανικευμένες φωτογραφίες για τους περισσότερους Κύπριους. Σημαδεύτηκαν από απώλειες ανθρώπων και συνειδήσεων, βίαιο και βάναυσο ξεριζωμό από χώρους αγαπημένους και οικείους. Τα σπίτια έμειναν κενά, τα χωράφια ακαλλιέργητα, τα πλάσματα χαμένα. Αναποδογυρίστηκαν όνειρα και ελπίδες, χάθηκαν αξίες και στο διάβα τους πήραν μαζί τους τα γιορτινά κυριακάτικα τραπέζια και από τους δυο. Παρελθόν τα ανέμελα παιγνίδια στα χωράφια, και ανάμεσα στα τόσα απάνθρωπα και φοβερά και η αθωότητα που αδυνατούσε να δει τα σύννεφα και την κακοκαιρία που προμήνυαν την καταιγίδα. 

Έτσι κυλάνε οι ζωές μας μετά το 74, ξέχωρα, εκείνοι στο βορρά, εμείς στο νότο. Διπλασιάστηκαν οι σημαίες, έχουμε από δυο τώρα, εμείς την άσπρη και τη γαλανόλευκη, εκείνοι την άσπρη και την κόκκινη. Εκφράζουν συνειδητά τις πορείες και τις διαφορές μας και την κοινή μας αγωνία και ανασφάλεια. Για όσους μετέχουν της ελληνικής μυθολογίας το σχήμα ὕβρις → ἄτη → νέμεσις → τίσις είναι χαραγμένο στον Πενταδάκτυλο και στα ερείπια του ναού της Ακραίας Αφροδίτης στον Απόστολο Ανδρέα. 

Ανάμεσα στις εννιά λωρίδες και του άστρου της σελήνης το νησί μας προσπαθεί ακόμη να επιπλεύσει. Υπάρχει μια τελευταία ευκαιρία. Θα την αρπάξουμε ή θα αφήσουμε και πάλι την Τραμουντάνα και την Όστρια να μας καθοδηγήσει; 

 

Υποσημείωση: Η φωτογραφία είναι από την Αγία Τριάδα στο Καρπάσι. Ο μικρός με το κουστούμι αγνοούμενος, το κοριτσάκι ξενιτεύτηκε, οι γονείς έφυγαν…ο τόπος εν ο άδρωπος…έλεγαν