Οι συνεργασίες είναι καλές ενόσω υπάρχει ταυτότητα συμφερόντων. Στο μεταξύ ο καθένας οφείλει να φροντίζει ώστε να χρησιμοποιεί την κάθε ευκαιρία για να δημιουργεί συνθήκες που θα μπορούν να συμβάλουν στο να στηρίζεται στις δικές τους δυνάμεις. 
Η απόφαση του Ντόναλντ Τραμπ για τη Συρία ήρθε ακριβώς να υπενθυμίσει πως κανείς δεν μπορεί να στηρίζεται σε ξένες πλάτες, αλλά πρωτίστως οφείλει να πατά καλά τα πόδια του στη γη και να στέκεται πάνω σ’ αυτά. Η κίνηση Τραμπ να αφήσει τους Κούρδους να κρέμονται στον αέρα και στο έλεος του τουρκικού στρατού, αποτελεί ένα πολύ ξεκάθαρο μήνυμα ως προς τι μπορεί να περιμένουν όλοι όσοι συνεργάζονται με τις Ηνωμένες Πολιτείες. 
Το τίμημα που πληρώνουν σήμερα οι Κούρδοι θα πρέπει να αποτελέσει ένα ακόμα μήνυμα προς τη Λευκωσία. Υπενθυμίζοντάς της πως δεν μπορεί να έχει εμπιστοσύνη σε κανέναν άλλον πλην του εαυτού της. Ότι δεν μπορεί να ελπίζει πως οι συνεργασίες και οι συμμαχίες θα την προστατέψουν από έξωθεν επεμβάσεις εάν η ίδια δεν είναι σε θέση να προστατευθεί. Εν ολίγοις: Κανείς δεν θα κάνει κάτι περισσότερο από όσα η ίδια είναι διατεθειμένη να πράξει. Ακόμα κι αυτή η Ελλάδα. 
Τα προηγούμενα χρόνια, ιδιαίτερα επί διακυβερνήσεως Αναστασιάδη, η Κύπρος προσπάθησε –ορθώς– να αναπτύξει συμμαχίες με όσο το δυνατό περισσότερους περιφερειακούς και διεθνούς εμβέλειας παίχτες. Εν πολλοίς εκμεταλλεύθηκε το μομέντουμ που της είχαν προσφέρει μια σειρά από αρνητικές κινήσεις της Τουρκίας η οποία κατάφερε να έρθει σε αντιπαράθεση με σχεδόν όλες τις χώρες της περιοχής. 
Η Λευκωσία άδραξε την ευκαιρία που της δόθηκε και προσπάθησε να την κεφαλαιοποιήσει. Και δεν είναι μόνο το κεφάλαιο ενέργεια. Οι υδρογονάνθρακες ήταν η αφορμή.
 
Δύο παραδείγματα: 
  • Πρώτον, η αλλαγή των σχέσεων της Κύπρου με το Ισραήλ επέφερε μια διαφοροποίηση της στάσης στο ισχυρό εβραϊκό λόμπι στις ΗΠΑ. Δημιουργώντας κάποιες βάσεις για να περνούν μηνύματα εντός της Ουάσινγκτον. 
  • Δεύτερον, η αναβάθμιση των σχέσεων της Κύπρου με την Αίγυπτο επέδρασε στο να υπάρχει ένας ισχυρός σύμμαχος εντός της Ισλαμικής Διάσκεψης. Σ’ έναν χώρο όπου η Τουρκία φρόντιζε να αλωνίζει περνώντας τις δικές της θέσεις, τα δεδομένα διαφοροποιήθηκαν. 
 
Συμμαχίες ελέω υδρογονανθράκων επιχειρήθηκαν την ίδια περίοδο και με δύο εταίρους στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τη Γαλλία και την Ιταλία. Ιδιαίτερα η περίπτωση της Γαλλίας κρίθηκε από τη Λευκωσία ως η πλέον σημαντική επιλογή, πάνω στην οποία θα μπορούσε να στηριχθεί. 
 
Η εξίσωση στη βάση της κυπριακής λογικής/προσέγγισης εκινείτο πάνω στο εξής: Όσα πιο πολλά δικαιώματα αποκτήσει η Γαλλία στην Κυπριακή Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη, τόσο περισσότερα θα είναι τα συμφέροντά της και άρα θα έχει ισχυρότερο λόγο να τα προστατέψει. Κι επειδή η Ιταλία, σε μία τουλάχιστον περίπτωση, αποδείχθηκε ότι δεν ήταν σε θέση να υπερασπιστεί κατά τον τρόπο που η Κύπρος ανέμενε τα συμφέροντα αυτά, τότε προχώρησε σε διασύνδεση των ιταλικών με τα γαλλικά συμφέροντα.  
 
 
Αυτή η προσέγγιση δεν είναι τωρινή και ούτε αφορά μόνο τη σημερινή κυπριακή κυβέρνηση. Είναι ένα φαινόμενο διαχρονικό όλων των κυπριακών κυβερνήσεων. Μονίμως περιμένουν από τους άλλους να κάνουν αυτά που θα έπρεπε να κάνουν οι ίδιες. Όπως είναι ο για δεκαετίες ταλαίπωρος τομέας της άμυνας. 
 
Το αυτονόητο ήταν κυβέρνηση και στρατιωτικοί να καθίσουν κάτω και να κοιτάξουν τις καθαρά κυπριακές πραγματικότητες και να αποφασίσουν τι πραγματικά χρειάζεται η Κύπρος για να αμυνθεί. Αντί αυτού επιχειρούσαν να αντιγράψουν κατά τρόπο λανθασμένο την ελλαδική πραγματικότητα. Θεωρώντας ότι οι όποιες εχθρικές κινήσεις θα γίνουν επί του εδάφους και από βόρεια κατεύθυνση. 
 
Σήμερα, ανακαλύπτουν οι πάντες έκπληκτοι ότι η Κύπρος μπορεί να κινδυνεύει και από άλλες κατευθύνσεις και όχι μόνο μέσω εδάφους αλλά και από θαλάσσης και από αέρος. Προσπαθούν σήμερα να ψάξουν για απαντήσεις όταν για χρόνια υποβάθμιζαν κατά τρόπο προκλητικό τις αεροπορικές και ναυτικές δυνάμεις της Κυπριακής Δημοκρατίας. 
 
Αυτό είναι ένα μόνο μικρό δείγμα του ότι διαχρονικά η Κυπριακή Δημοκρατία προσπαθούσε το μίνιμουμ για τον εαυτό της αναμένοντας από τους άλλους να βάλουν την πλάτη τους. Δεν έμπαινε κανένας στον κόπο να προβληματιστεί ότι το πάθημα του 1974 θα μπορούσε να επαναληφθεί, και να χρειαστεί από μόνη της η Κύπρος να σώσει τον εαυτό της. 
 
Να επανέλθουμε πίσω στον Τραμπ και την απόφασή του να απομακρύνει το μοναδικό εμπόδιο που υπήρχε για την Τουρκία ώστε να εισβάλει στο βόρειο τμήμα της Συρίας εναντίον των Κούρδων που διαμένουν στην περιοχή. Για μια πενταετία οι Κούρδοι ήταν ωφέλιμοι για τους Αμερικανούς στον πόλεμο κατά του Ισλαμικού Κράτους. Χρησιμοποιήθηκαν οι Κούρδοι προκειμένου να μειωθεί στο ελάχιστο η εμπλοκή και οι απώλειες για τις Ηνωμένες Πολιτείες. 
 
Όταν πλέον ο Τραμπ αισθάνθηκε ότι η μάχη κατά του Ισλαμικού Κράτους έχει κερδηθεί αποφάσισε να αποχωρήσει. Γνώριζε πολύ καλά πως μια τέτοια πράξη θα επέτρεπε στην Τουρκία να εισβάλει και να προχωρήσει σε εκκαθαρίσεις κατά των Κούρδων. Αυτό το γεγονός όμως δεν τον εμπόδισε στο να λάβει τις αποφάσεις του. Αδιαφορώντας για τους Κούρδους και κρίνοντας ότι έχει περισσότερα οφέλη από την Τουρκία. Στέλνοντας το μήνυμα προς όσους το ξεχνούν ότι για τις υπερδυνάμεις αυτό που μετρά είναι η εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους. Γιατί και οι επόμενες τοποθετήσεις του Τραμπ, με τις οποίες προσπάθησε να δικαιολογήσει την αρχική του απόφαση, στέλνουν κάποια πολύ ξεκάθαρα μηνύματα, τα οποία οι χώρες της περιοχής οφείλουν να λάβουν σοβαρά υπόψη. 
 
 
Ο Τραμπ αναφέρθηκε στο λανθασμένο της εμπλοκής των ΗΠΑ και διερωτήθηκε ως προς την αναγκαιότητα παρουσίας της χώρας του στη Μέση Ανατολή. Η αναφορά αυτή δεν είναι κάτι που αφορά αποκλειστικά το θέμα της Συρίας και τους Κούρδους. Είναι μια θέση η οποία αφορά την ευρύτερη παρουσία των ΗΠΑ στην περιοχή και γεννά ερωτήματα για το τι μπορεί να ακολουθήσει. 
 
Δεν θα πρέπει να παραξενεύει κανένα εάν αύριο η Τουρκία θέσει στους Αμερικανούς την ίδια θέση σ’ ό,τι αφορά την Ανατολική Μεσόγειο και τα ενεργειακά. Το είπε κατά κάποιο τρόπο ο Ερντογάν στα παρελθόν. Γιατί να μην το επαναλάβει εκ νέου, ιδιαίτερα έχοντας υπόψη του την επίσημη δήλωση Τραμπ ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχουν λόγο ή ρόλο στη Μέση Ανατολή. 
 
Εκ των πραγμάτων χρειάζεται από πλευράς κυπριακής κυβέρνησης μια μελέτη της όλης κατάστασης και κυρίως του πώς επηρεάζουν οι εξελίξεις την εξωτερική της πολιτική. Γιατί μπορεί να επέλθουν κι άλλες εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή, οι οποίες να αλλάξουν συμμαχίες και συνεργασίες. Και εκεί που η Κύπρος είχε οφέλη, να βρεθεί ξεκρέμαστη. 
 
Η στρατηγική της πρέπει να έχει κατά νουν πως ό,τι και να κάνει θα πρέπει να το κάνει μόνη της και να μην επαναπαύεται στη στήριξη του οποιουδήποτε άλλου όσο κοντά ή μακριά βρίσκεται. 
 
Οι Τούρκοι προετοιμάζονταν από καιρό
 
Όταν πριν μερικούς μήνες η Τουρκία προχωρούσε στη μεγαλύτερη διακλαδική άσκηση στην ιστορία της, δεν είναι υπερβολή να λεχθεί πως ούτε η Κύπρος (έστω κι αν δεν ήταν σε θέση), αλλά ούτε και η Ελλάδα (που μπορούσε) έδειξαν την απαραίτητα σοβαρότητα. 
 
Οι Τούρκοι μέσω εκείνης της άσκησης έδειξαν τις προθέσεις τους. Προετοιμάζονταν για να αντιμετωπίσουν παράλληλες επιθέσεις από διάφορα μέτωπα. Κυρίως ανατολικά, νότια και δυτικά. 
 
Σίγουρα όχι τυχαία. Ανατολικά είναι η περιοχή στην οποία οι χερσαίες δυνάμεις της δρουν εντός του συριακού εδάφους. Νότια γίνονται κινήσεις εντός της κυπριακής ΑΟΖ με το τουρκικό ναυτικό να δραστηριοποιείται παρέχοντας κάλυψη στα γεωτρύπανα της Τουρκίας. Και δυτικά, στην περιοχή του Αιγαίου υπάρχει η συνεχής κινητοποίηση της αεροπορίας και του ναυτικού. 
 
Το γεγονός ότι στο επόμενο διάστημα θα ξεκινήσει ναυτική άσκηση της Τουρκίας εντός της κυπριακής ΑΟΖ είναι κάτι που θα πρέπει να μελετηθεί ιδιαιτέρως από τη Λευκωσία, ίσως και από την Αθήνα. Η πραγματοποίηση της άσκησης την ώρα που ο τουρκικός στρατός δρα στη Συρία χρήζει ιδιαίτερης προσοχής και μελέτης.
 
O «άξονας του κακού» και τα ανοίγματα στη Μεσόγειο
 
Μέχρι και χθες ξέραμε ότι η Τουρκία βρισκόταν στον ίδιο άξονα με τη Ρωσία και το Ιράν. Τον λεγόμενο άξονα του κακού, όπως πολλές φορές τον είχαν χαρακτηρίσει οι Αμερικανοί οι οποίοι ποτέ δεν έδειξαν να συμφωνούν στη συνεργασία της Άγκυρας με την Τεχεράνη και τη Μόσχα. 
 
Η δράση της Τουρκίας στη Συρία χρήζει μιας συνεχούς και ιδιαίτερης παρακολούθησης όχι τόσο σε σχέση με τους Κούρδους αλλά κυρίως σε σχέση με το Ιράν. Η Τεχεράνη προσπάθησε να χρησιμοποιήσει το έδαφος της Συρίας για να επεκτείνει τη δράση της μέχρι και τη Μεσόγειο. Οι προσπάθειες του Ιράν βρέθηκαν ουκ ολίγες φορές (κυριολεκτικά και μεταφορικά) στο στόχαστρο των Ισραηλινών. Οι ένοπλες δυνάμεις του Ισραήλ επιχείρησαν ουκ ολίγες φορές να πλήξουν βάσεις των Ιρανών εντός της Συρίας. 
 
Τα τελευταία 24ωρα, μετά και την εισβολή της Τουρκίας στο συριακό έδαφος, ένα από τα κυρίαρχα ερωτήματα είναι το πώς θα διαμορφωθεί η κατάσταση επί του συριακού εδάφους με ιρανική και τουρκική παρουσία. Θα δεχθεί το Ιράν μια τουρκική παρουσία στη Συρία και αν ναι, μέχρι ποιου σημείου; 
 
Ξένοι αναλυτές έσπευσαν να καταγράψουν την παράλληλη πραγματοποίηση στρατιωτικής άσκησης στα τουρκοϊρανικά σύνορα ως ένα μήνυμα αντίδρασης από την Τεχεράνη προς την Άγκυρα. Εάν το Ιράν αντιδράσει αρνητικά στις τουρκικές επιχειρήσεις θεωρώντας ότι επηρεάζεται η δική του επικυριαρχία στη Συρία, τότε θα πρέπει να αναμένονται πρόσθετες εξελίξεις. 
 
Κι εκεί που οι δύο χώρες αποτελούσαν έναν άξονα συνεργασίας, να βρεθούν αντίπαλες. Εξέλιξη η οποία σίγουρα θα χαροποιήσει δύο ακόμα παίχτες της περιοχής, το Ισραήλ και τις ΗΠΑ. Για την Ιερουσαλήμ και για την Ουάσινγκτον βασικός κίνδυνος για την περιοχή είναι το Ιράν. Και σίγουρα θα θέλουν να συμμαχήσουν με οποιονδήποτε βρεθεί αντιμέτωπος με την Τεχεράνη και κυρίως προσπαθήσει να ανατρέψει τα ιρανικά σχέδια εντός της Συρίας. Εξέλιξη οποία θα επηρεάσει εξίσου και τις σχέσεις του Ισραήλ με τις άλλες χώρες της περιοχής, συμπεριλαμβανομένης της Κύπρου. Τριμερείς και άλλες σχετικές συνεργασίες θα περάσουν σε δεύτερη μοίρα. Και πρέπει να έχει κανείς υπόψη του ότι η Τουρκία φροντίζει μονίμως να εκμεταλλεύεται πράγματα και καταστάσεις ζητώντας και τα ανάλογα ανταλλάγματα.