Η έκδοση του αξιόλογου βιβλίου του έγκυρου δημοσιογράφου δρα Κώστα Βενιζέλου που κυκλοφόρησε πρόσφατα με τίτλο «Δώρος Λοΐζου: Οι δολοφόνοι κυκλοφορούν ελεύθεροι» αναταράζει, αναμφίβολα, τα λιμνάζοντα νερά σε χαλεπούς καιρούς. Αφ’ ενός αποκαλύπτει την άγνωστη προσωπικότητα και τον χαρακτήρα ενός νέου πολιτικού που εξαφανίστηκε από τη ζωή από δολοφονικά χέρια, αφ’ έτερου, όμως, υποδεικνύει τους φερόμενους ηθικούς αυτουργούς και τους δολοφόνους ενός στυγερού πολιτικού εγκλήματος το οποίο φαίνεται ότι συγκαλύφθηκε από την Αστυνομία, επιτρέποντας στους φερόμενους δολοφόνους, οι οποίοι σήμερα ζουν, να κυκλοφορούν ελεύθεροι και ατιμώρητοι. 
Δεν είναι όμως η πρώτη φορά που η κυπριακή πολιτεία κλείνει τα μάτια σε πολιτικά εγκλήματα της ΕΟΚΑ Β. Το ίδιο έπραξε και με τις εν ψυχρώ δολοφονίες Τουρκοκυπρίων το 1974 (Αλόα, Μάραθα, Σανταλάρη, Τόχνη, Αλαμινός), οι οποίες έχουν συγκαλυφθεί από το πολιτικό κατεστημένο. Δυστυχώς, η πολιτική προστασία ενός μικρού αριθμού δολοφόνων της ΕΟΚΑ Β, που εκτέλεσε και εξαφάνισε άοπλα γυναικόπαιδα και άνδρες σε τουρκοκυπριακά χωρία, επιτρέπει σήμερα την άδικη ταύτιση του συνόλου της ελληνοκυπριακής κοινότητας με μια χούφτα εγκληματιών, υπό το αφελές ιδεολόγημα του «εκάμαμε και εμείς πολλά».
Η αποκάλυψη της πολιτικής δολοφονίας του Δώρου Λοΐζου έχει καθυστερήσει 45 ολόκληρα χρόνια και συνδυάζεται ατυχώς, για την κυπριακή Ιστοριογραφία, με την απουσία μιας αυτοβιογραφίας από τον δρα Βάσο Λυσσαρίδη, αλλά και μιας ολοκληρωμένης καταγραφής της αντιστασιακής προσφοράς της ΕΔΕΚ, τόσο κατά την περίοδο της εγκληματικής δράσης της ΕΟΚΑ Β όσο και κατά το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου. Ευθύνη γι’ αυτό μπορεί να έχουν οι ηγεσίες του κόμματος που διαδέχθηκαν τον δρα Λυσσαρίδη, οι οποίες επικεντρώθηκαν πρωτίστως στην εδραίωση της ενδοκομματικής εξουσίας και του ηγετικού τους ρόλου παρά στην καταγραφή της ιστορικής συνεισφοράς της ΕΔΕΚ στον αγώνα για την προστασία και διατήρηση της Δημοκρατίας, κατά την κρίσιμη δεκαετία του 1970. 
 
 
 
 
 
Αναμφίβολα, το βιβλίο του Κώστα Βενιζέλου συνεισφέρει στην κάλυψη αυτού του μεγάλου βιβλιογραφικού κενού, καταγράφοντας άγνωστες πτυχές για τον χαρισματικό και φλογερό χαρακτήρα και την πολιτική δράση του Δώρου Λοΐζου, ο οποίος έφυγε άδικα από τα δολοφονικά πυρά των εγκληματιών της ΕΟΚΑ Β, κατά τη απόπειρα εναντίον του δρα Λυσσαρίδη στις 30 Σεπτεμβρίου 1974. Ο συγγραφέας παρουσιάζει τις καταθέσεις αυτόπτων μαρτύρων αλλά και αξιωματικών της Αστυνομίας, οι οποίες υποδεικνύουν τους φερόμενους ηθικούς αυτουργούς και τους δράστες, και καταγράφει την κωλυσιεργία που επέδειξε τότε η Αστυνομία, που αποσκοπούσε στη συγκάλυψη του εγκλήματος.
Στην παρουσίαση του βιβλίου στις 31 Οκτωβρίου, ο συγγραφέας, στη σύντομη ομιλία του, επανέφερε το ζήτημα της ατιμωρησίας των ενόχων, το οποίο, έκτος της ρητορικότητας του ερωτήματος και της ποινικής πτυχής του, περιλαμβάνει και ηθικές διαστάσεις απόδοσης δικαιοσύνης, έστω και μετά από 45 χρόνια. Χώρες όπως το Ισραήλ και η Γερμανία απέδειξαν ότι η πάροδος του χρόνου δεν αποτελεί εμπόδιο στη απόδοση της δικαιοσύνης. Το ερώτημα που επικρεμάται σήμερα στην υπόθεση της δολοφονίας του Δώρου Λοΐζου είναι συγκεκριμένο: Η πολιτική σήψη και η ηθική ανεντιμότητα που έχει εδραιωθεί, τις τελευταίες δεκαετίες, στην κυπριακή πολιτειακή και πολιτική ζωή, αλλά και η αδιαφορία της κυπριακής κοινωνίας θα επιτρέψουν την επανεξέταση της ποινικής υπόθεσης; 

*Ο Πέτρος Σαββίδης είναι διδάκτωρ Ιστορίας και γεωπολιτικός αναλυτής θεμάτων Ανατολικής Μεσογείου.