Κλαίνε οι ξενοδόχοι για τις πληρότητες των ξενοδοχειακών τους μονάδων κι όλα τους φταίνε. Από τα τέλη της περσινής χρονιάς, ίσως και προηγουμένως, άρχισε η γκρίνια ότι το 2019 θα είναι δύσκολο, ότι θα έρθουν λιγότεροι τουρίστες και ότι ο τομέας δεν θα τα πάει καλά. 
Τα στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας αλλά και των αεροδρομίων δείχνουν πως μέχρι και την περίοδο που διανύουμε, τα δεδομένα δεν είναι τόσο κακά όσο μας έκαναν κάποιοι να πιστεύουμε, του υφυπουργείου Τουρισμού μη εξαιρουμένου. Και μπορεί κάποιοι να αμφισβητούν τα στοιχεία της Στατιστικής, αλλά αν μη τι άλλο η βάση σύγκρισης με προηγούμενες χρονιές είναι η ίδια.  
 
Ο κόσμος αλλάζει και μαζί του πρέπει να αλλάξει και η Κύπρος. Τουρισμός πλέον δεν σημαίνει τον τουρίστα που έρχεται για να διαμείνει σε ένα ξενοδοχείο. Όπως δεν σημαίνει και τον τουρίστα πως μόλις πατήσει το πόδι του στο νησί του περνάς ένα βραχιολάκι και τον κλειδώνεις για εφτά μέρες σε ένα ξενοδοχείο. Αυτό δεν είναι τουρισμός του 2019, αυτό είναι τουρισμός του 80’ και του 90’. Μπορεί και χειρότερα από τότε. 
 
Ο ρόλος του τουριστικού τομέα για μία χώρα όπως η Κύπρος είναι πολύ σημαντικός αλλά η πεμπτουσία δεν είναι να γεμίζουν τα ξενοδοχεία. Απώτερος στόχος θα πρέπει να είναι η εισροή ξένου χρήματος στο νησί: στις ταβέρνες, στα μουσεία, στα καταστήματα, στις ενοικιάσεις αυτοκινήτων και πλεούμενων και ούτω καθ’ εξής. Κάνοντας μία βόλτα στην Πάφο τους καλοκαιρινούς μήνες βλέπεις πως η πλειοψηφία είναι Κύπριοι. Μπαίνοντας σε ένα ξενοδοχείο ακριβώς στην ίδια περιοχή, διακρίνεις αμέσως πως η συντριπτική πλειοψηφία των όσων διαμένουν είναι ξένοι. Αυτός ο τουρισμός δεν δημιουργεί προστιθέμενη αξία για την οικονομία. Είναι τουρισμός επιβίωσης.
 
Δεν δημιουργεί στον τουρίστα τη σύνδεση με τον τόπο ώστε να τον επισκεφτεί ξανά και ξανά. Ο δήμαρχος Αγίας Νάπας, Γιάννης Καρούσος, μας λέει συχνά πως ο τουρισμός στην περιοχή της ελεύθερης επαρχίας Αμμοχώστου, και γενικότερα, είναι ποιοτικός γιατί τα περισσότερα ξενοδοχεία είναι πολλών αστέρων. Μα, το κριτήριο του ποιοτικού τουρισμού δεν το μετρούν τα αστέρια αλλά οι επισκέπτες που τελικώς τα επιλέγουν. Ναι, φαντάζει ωραίο να διαμένεις σε ένα ξενοδοχείο με όλες τις ανέσεις, με μεγάλες πισίνες, μπόλικο δωρεάν φαγητό και ποτά και να ξέρεις πως δεν θα χρεωθείς τίποτα. Αυτός όμως είναι ο ορισμός του ποιοτικού τουρισμού; Μάλλον όχι. 
 
Από την άλλη, έχουν δίκαιο οι ξενοδόχοι να διαμαρτύρονται ότι υπάρχει αθέμιτος ανταγωνισμός από την AirBNB κι άλλες πλατφόρμες ενοικίασης ακινήτων, από βίλες που ενοικιάζονται χωρίς ελέγχους και άνευ κριτηρίων, από διαμερίσματα σε πύργους που ξεφυτρώνουν στο Booking μέρα παρά μέρα. Έχουν δίκαιο μεν αλλά αυτή είναι η νέα τάξη πραγμάτων, που στο τέλος της μέρας είναι επωφελής για την οικονομία. Κι αυτά τα ακίνητα προσελκύουν τουρισμό, βοηθούν τους ιδιοκτήτες να πληρώνουν τις δόσεις τους ή να έχουν ένα επιπλέον εισόδημα, βοηθούν οικογένειες. Αυτό δεν μπορεί κανείς να το αποκλείσει ή να το αλλάξει. Αυτό που χρειάζεται είναι προσαρμογή και ρύθμιση. Να παίζεται το παιχνίδι επί ίσοις όροις και το κράτος να φροντίσει ώστε αυτά τα ακίνητα που δημιουργούν εισόδημα για τους ιδιοκτήτες τους να ελέγχονται τεχνικά και οικονομικά ώστε να εισρέει φρέσκο χρήμα και στα κρατικά ταμεία. 
 
Το 2019 φαίνεται πως τελικά δεν θα είναι μία κακή χρονιά για τον τουρισμό, ίσως να είναι μία κακή χρονιά για τους ξενοδόχους (σε σύγκριση με τις προηγούμενες) αλλά στο χέρι τους είναι να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα. Όχι μόνο απαιτώντας από το κράτος να κινηθεί κατά του παράνομου ανταγωνισμού αλλά κάνοντας και οι ίδιοι κινήσεις εκσυγχρονισμού και βελτίωσης. Ίσως οι επεκτάσεις και οι ανακαινίσεις στα πρότυπα των προσταγών των μεγάλων tour operators να μην είναι αυτό που τελικά χρειάζεται το κυπριακό τουριστικό προϊόν. Αλλιώς γιατί να αυξάνονται τόσο δυσανάλογα τα έσοδα από τον τουρισμό σε σύγκριση με τις αφίξεις;
 
Αρχισυντάκτης επιχειρηματικών εκδόσεων «Ο Φιλελεύθερος».