“Δεν είναι κάτι, αλλά δεν είναι και τίποτα”. Ο φιλόσοφος Λούντβιχ Βιτγκενστάιν έγραφε για την αδυναμία να συζητά κανείς ιδιωτικές αισθήσεις, όπως ο πόνος. Θα μπορούσε ωστόσο υποθετικά να περιέγραφε με τον ίδιο τρόπο την ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας την Τετάρτη, μετά από μια έκτακτη συνάντηση των υπευθύνων χάραξης πολιτικής, που χρειάστηκαν περισσότερες από τρεις ώρες για να παραγάγουν λιγότερες από 150 λέξεις.

Οι Ευρωπαίοι traders ομολόγων ερμήνευσαν την αιφνιδιαστική συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ την Τετάρτη ως προμήνυμα επείγουσας δράσης για να επανέλθει η ηρεμία σε μια αγορά η αναταραχή της οποίας είχε οδηγήσει τις αποδόσεις του 10ετούς κρατικού ομολόγου της Ιταλίας πάνω από το 4% για πρώτη φορά από το 2014, με το κόστος δανεισμού για την Ελλάδα, την Ισπανία και την Πορτογαλία να αυξάνεται επίσης.

Οι αποδόσεις μειώθηκαν δεόντως, εν μέσω ελπίδων για ένα πιο ουσιαστικό σχέδιο για την υπεράσπιση των πιο αδύναμων μελών της Ευρωζώνης σε σχέση με τις αόριστες αναφορές της προέδρου Κριστίν Λαγκάρντ για ευέλικτη επανεπένδυση των ομολογιακών τίτλων που βρίσκονται στο χαρτοφυλάκιο της κεντρικής τράπεζας των κρατών-μελών της Ευρωζώνης.

Αντ’ αυτού, οι αγορές έλαβαν ως αντάλλαγμα ένα “χάμπουργκερ χωρίς περιεχόμενο”, σε μια εκπληκτική αποτυχία διαχείρισης προσδοκιών, αλλά και επικοινωνιακής διαχείρισης από πλευράς της ΕΚΤ.

Στο υπόλοιπο της εβδομάδας ακολούθησαν όχι μόνο μια σημαντική αύξηση των επιτοκίων από την ομοσπονδιακή κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ (Federal Reserve), αλλά και η πέμπτη διαδοχική αύξηση από την αντίστοιχη του Ηνωμένου Βασιλείου (Bank of England), ενώ αναμένονται πιθανώς ακόμη και μέτρα από την πλευρά της κεντρικής τράπεζας της Ιαπωνίας (Bank of Japan). Η αντίθεση με το αρνητικό επιτόκιο καταθέσεων 0,5% στη ζώνη του ευρώ γίνεται όλο και πιο εμφατική.

Τα ευρωπαϊκά ομόλογα έλαβαν κάποια “παρηγοριά” από τη δέσμευση “να επιταχυνθεί η ολοκλήρωση του σχεδιασμού ενός νέου μέσου κατά του κατακερματισμού”, φράση η οποία στη διάλεκτο της ΕΚΤ σημαίνει τον περιορισμό των αποκλίσεων (spread) αποδόσεων μεταξύ των κρατικών ομολόγων της Γερμανίας και εκείνων των περιφερειακών χωρών όπως η Ιταλία και η Ελλάδα.

Το γιατί αυτή η δέσμευση δεν περιελήφθη στην τακτικά προγραμματισμένη δήλωση πολιτικής της περασμένης εβδομάδας παραμένει ένα μυστήριο, που πιθανότατα εξηγείται από τη διαμάχη μεταξύ “γερακιών” και “περιστεριών” στο πεδίο της νομισματικής πολιτικής.

Ο συνήθης τρόπος λειτουργίας της ΕΚΤ περιλαμβάνει την αποκάλυψη μέσω πηγών σε μεταγενέστερο χρονικό σημείο του τι πραγματικά συζητήθηκε και του τι σχεδιάστηκε. Εάν η Ευρωζώνη θέλει πραγματικά να κάνει “ό,τι χρειάζεται”, θα απαιτηθεί ένα σημαντικό “σκούπισμα” ιταλικών ομολόγων, ιδίως με το τεράστιο πρόγραμμα εκδόσεων τους.

Η Ελλάδα είναι ήδη καλά χρηματοδοτημένη για τα επόμενα χρόνια και μπορεί να αντέξει οικονομικά την καταιγίδα κατάρρευσης της αγοράς που είδε το 10ετές κόστος δανεισμού της να αυξάνεται στο 4,25% από 1,5% στην αρχή του έτους.

Το ιταλικό Υπουργείο Οικονομικών, ωστόσο, έχει ήδη καθυστερήσει στο προγραμματισμένο χρονοδιάγραμμά του για την έκδοση νέου χρέους φέτος. Ένας άλλος παράγοντας είναι οι αξιολογήσεις κρατικής πιστοληπτικής ικανότητας, με την S&P Global Ratings να έχει θέσει την αξιολόγηση BBB της Ιταλίας σε θετική προοπτική πέρυσι.

Αυτό βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό στο πόσο φθηνή ήταν τότε η χρηματοδότηση της χώρας, η οποία στην ουσία πληρωνόταν αντί να πληρώνει για να συγκεντρώνει χρήματα σε εκδόσεις βραχείας λήξης. Η εποχή των αρνητικών επιτοκίων έχει παρέλθει προ πολλού – και μαζί της σίγουρα θα παρέλθει σύντομα και η θετική πιστοληπτική προοπτική της Ιταλίας.

Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει να βάλουν πολύ περισσότερη “σάρκα” στον σκελετό των αποφάσεών τους της Τετάρτης, εάν εννοούν στα σοβαρά την πρόθεσή τους να σταματήσουν την εκτίναξη των spreads των ομολόγων.

Οι ιταλικές αποδόσεις διαπραγματεύονταν την Τετάρτη σε εύρος 30 μονάδων βάσης και εξακολουθούν να είναι τετραπλασιασμένες σε σχέση με  το σημείο από το οποίο ξεκίνησαν τη χρονιά. Ο κίνδυνος εξάρθρωσης της αγοράς εάν οι επενδυτές δεν εμφανιστούν να ικανοποιούνται με τη λύση στην οποία θα καταλήξει τελικώς η ΕΚΤ είναι υψηλός και αυξάνεται.

* Από το BloombergOpinion, αποκλειστική συνεργασία με Φιλελεύθερο