Η πρώτη πετρελαϊκή κρίση που σημειώθηκε ποτέ, ήταν τον Οκτώβριο του 1973, ως απόρροια (μεταξύ άλλων) του τέταρτου αραβοϊσραηλινού πολέμου, λεγόμενου Πολέμου του Γιομ Κιπούρ. Αίγυπτος και Συρία συνέπηξαν συμμαχία ξεκινώντας εχθροπραξίες εναντίον του Ισραήλ, προκειμένου να ανακτήσουν τα απολεσθέντα εδάφη τους από τον Πόλεμο των Έξι Ημερών (1967). Μάλιστα, πριν το ξέσπασμα του πολέμου, Αίγυπτος και Συρία είχαν λάβει υπόσχεση από τον βασιλιά της Σαουδικής Αραβίας ότι θα τις υποστηρίξει πολιτικά και διπλωματικά. Αρχικά, τα δύο αραβικά κράτη σημείωσαν αξιοσημείωτες επιτυχίες. Ωστόσο, μετά την πάροδο των ημερών το Ισραήλ μπόρεσε να ανασυνταχθεί και να αντεπιτεθεί επιτυχώς, τόσο στο συριακό μέτωπο στα Υψίπεδα του Γκολάν όσο και στο Σινά.

Λίγες ημέρες μετά την έναρξη του πολέμου, τα αραβικά πετρελαιοπαραγωγά κράτη δημιούργησαν τον Οργανισμό Αραβικών Εξαγωγέων Πετρελαιοπαραγωγών Κρατών (OAPEC), ο οποίος προχώρησε σε μονομερή αύξηση της τιμής πώλησης πετρελαίου κατά 70%. Σε αυτόν τον Οργανισμό συμμετείχαν Σαουδική Αραβία, Ιράκ, Κουβέιτ, Μπαχρέιν, Κατάρ, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Λιβύη.  Σε μια επιχείρηση ανεφοδιασμού του Ισραήλ με όπλα και πυρομαχικά από τις ΗΠΑ, ο OAPEC επέβαλε σταδιακή μείωση των εξαγωγών πετρελαίου στα κράτη που υποστήριζαν το Ισραήλ. Στις 19 Οκτωβρίου, ο OAPEC ανακοίνωσε την επιβολή πλήρους εμπάργκο στις εξαγωγές πετρελαίου προς τις ΗΠΑ εν είδει αντιποίνων για οικονομική βοήθεια που προσέφεραν στο Ισραήλ. Το εν λόγω εμπάργκο ήρθη, τελικά, το Μάρτιο του 1974.

Έξι χρόνια μετά την πετρελαϊκή κρίση, ακολούθησε το 1979, η δεύτερη μεγάλη κρίση, ως αποτέλεσμα της Ιρανικής επανάστασης. Μετά από την πολιτική κρίση, τις απεργίες και τις διαμαρτυρίες, ο πετρελαϊκός τομέας του Ιράν γκρεμίστηκε. Ακόμη και όταν ανέλαβε το νέο καθεστώς στο Ιράν και επανεκκίνησε τις εξαγωγές πετρελαίου, λόγω της πολιτικής αστάθειας και της κακοδιαχείρισης που είχε προηγηθεί, οι τιμές εκτοξεύθηκαν στα ύψη.

Η πρώτη πετρελαϊκή κρίση (όσο και η δεύτερη) είχε καθοριστικές επιπτώσεις παγκοσμίως στη ροή της Ιστορίας, σε οικονομικό και σε γεωπολιτικό επίπεδο. Η εποχή της φτηνής ενέργειας έφτασε απότομα και οριστικά στο τέλος της, ενώ ο τριπλασιασμός της τιμής του αργού πετρελαίου συντέλεσε αποφασιστικά στη γενικότερη αύξηση της τιμής των προϊόντων και στην εκτίναξη του πληθωρισμού. Βραχυπρόθεσμα κερδισμένη φάνηκε η Σοβιετική Ένωση, η οποία κατέστη ο μεγαλύτερος παραγωγός αργού πετρελαίου στον κόσμο, ξεπερνώντας προβλήματα ρευστότητας που αντιμετώπιζε.

Στις μέρες μας, όσο κορυφώνονταν οι εντάσεις στα ουκρανικά σύνορα και πριν ακόμη ξεσπάσει ο πόλεμος, η προειδοποίηση των ΗΠΑ ότι η Ρωσία ετοιμάζει εισβολή, ήταν αρκετή για την εκτίναξη στις τιμές της ενέργειας στην Ευρώπη. Εξάλλου, ήδη τρόμαζε το σενάριο ότι η ΕΕ μπορούσε να βρεθεί αντιμέτωπη με μείωση των ροών φυσικού αερίου από τη Ρωσία, η οποία αντιπροσωπεύει γύρω στο 40% των εισαγωγών. Οι φόβοι επιβεβαιώθηκαν! 

Στις 24 Ιανουαρίου, δηλαδή ένα μήνα πριν από την εισβολή στην Ουκρανία, η τιμή του πετρελαίου μπρεντ ανερχόταν στα $86,2 το βαρέλι. Πλέον η τιμή του ξεπερνά τα $110. Οι συνέπειες, φυσικά, απευθείας αισθητές στον κάθε πολίτη, με τις πληθωριστικές πιέσεις να κλείνουν το μάτι σε μια νέα οικονομική κρίση.