H ιταλική λέξη Vincero  (στα ελληνικά θα νικήσω) αποτελεί τον τελευταίο στίχο της πολύ γνωστής άριας Nessun  Dorma (κανείς να μην κοιμηθεί) της όπερας Turandot του Ιταλού μουσικοσυνθέτη  Giacomo Puccini . Η άρια  έγινε η μεγάλη επιτυχία του Ιταλού τενόρου Luciano Pavarotti που την τραγούδησε τέσσερεις φορές μαζί με τους Jose  Carreras και Placido Domingo στις ισάριθμες συναυλίες με τον τίτλο The Three Tenors που έγιναν σε τέσσερεις μεγαλουπόλεις από το 1994 ως το 2002.
Όπως είναι γνωστό,  η άρια αυτή έγινε πολύ πιο γνωστή και αγαπητή από πριν σ’όλο τον κόσμο  τον περασμένο Μάρτη, όταν εκατομμύρια κόσμου παρακολουθούσαν τα βράδια στις τηλεοράσεις τους κλεισμένους στα σπίτια τος λόγω της πανδημίας  Ιταλούς να την τραγουδούν  στα μπαλκόνια τους με πάθος και με την ίδια  με τον ήρωα της όπερας απόλυτη βεβαιότητα ότι στο τέλος θα νικήσουν. Όπως ήταν φυσικό,  η άρια αυτή τη δεδομένη στιγμή έκανε όλα αυτά τα εκατομμύρια  των θεατών να αισθανθούν  μεγάλη συγκίνηση  και να νιώσουν ενωμένοι και αποφασισμένοι να επιτύχουν τον ίδιο στόχο.
Ποια ήταν  τα συναισθήματα όλων  αυτών  των εκατομμυρίων ανθρώπων τις ώρες εκείνες; Η έντονη αψήφηση του θανάτου, η αντίδραση στη μοναξιά που τους επιβλήθηκε και η αναζήτηση κάποιου είδους συντροφιάς, και η επίκληση  της αλληλεγγύης και συστράτευσης όλων των ανθρώπων στην επίτευξη του μεγάλου στόχου της επιβίωσης.
Η  αψήφηση του θανάτου υπήρξε πάντα προσφιλές θέμα για την παγκόσμια λογοτεχνία , ιδιαίτερα για τη δημώδη ποίηση και το θέατρο. Στην ελληνική δημοτική ποίηση, για παράδειγμα, το θέμα αυτό εκτυλίσσεται με πολλή τέχνη στην περιγραφή της πάλης του Διγενή Ακρίτα με τον χάροντα, όταν ο Διγενής, αντίθετα με το ανθρώπινο κοπάδι που «κλαίει δέρνεται», κοιτάζει αγέρωχος τον χάρο στα ‘μαρμαρένια αλώνια» και του υπενθυμίζει πως είναι ο Ακρίτας που δεν περνά με τα χρόνια.
Είναι  πολύ ευνόητο γιατί  το συναίσθημα αυτό της  αψήφησης του θανάτου, όπως τη συναντούμε στη  λογοτεχνία,  εκδηλώνεται συνήθως κατά την περίοδο επιδημίας, όπως ακριβώς συμβαίνει σήμερα, αφού τότε  ο θάνατος γίνεται πολύ προκλητικός θερίζοντας χιλιάδες ψυχές καθημερινά. Στην περίφημη ταινία του Σουηδού σκηνοθέτη Ingmar Bergman Η  Έβδομη Σφραγίδα(The Seventh Seal (1957), για παράδειγμα, η υπόθεση εκτυλίσσεται τον μεσαίωνα, όταν το κύριο πρόσωπο του έργου, ένας  ιππότης,   γυρίζοντας από τις Σταυροφορίες στην πατρίδα του Σουηδία τη βρίσκει στο έλεος μιας πανδημίας. Όταν έρχεται ο κουκουλοφόρος θάνατος για να τον πάρει, ο ιππότης αντιστέκεται και του δηλώνει ότι μόνο αν τον νικήσει σε ένα παιγνίδι σκάκι θα του επιτρέψει να πάρει την ψυχή του. Ο θάνατος δέχεται  και το παιγνίδι εξελίσσεται σε μια εποποιία. Η ταινία προκάλεσε μεγάλη εντύπωση και συζητήθηκε ευρέως πολύ, ιδιαίτερα το βασικό της θέμα, που είναι εκείνο της σιωπής του Θεού σ’αυτές τις τραγικές περιστάσεις για τον άνθρωπο. Το θέμα της σιωπής του Θεού εξηγεί και τον τίτλο της ταινίας, που αντλήθηκε από την Αποκάλυψη(8,1)  “Και ότε ήνοιξε την σφραγίδα την εβδόμην, εγένετο σιγή εν τω ουρανώ  ως ημιώριον».
Το άλλο συναίσθημα, η αντίδραση στη μοναξιά, είναι επίσης πολύ δυνατό. Οι Ιταλοί βγήκαν στα μπαλκόνια τους για να νιώσουν τη συντροφιά με τους γείτονές τους στα διπλανά και απέναντι τους μπαλκόνια. Η σύγχρονη τεχνολογία όμως τους επέτρεψε να επικοινωνήσουν με, και να συγκινήσουν με το τραγούδι τους εκατομμύρια συνανθρώπων τους σ’όλες τις χώρες του κόσμου και να μετατρέψουν το τραγούδι τους σ’ένα συγκλονιστικό  ύμνο για την ψυχική δύναμη των ανθρώπων να αντιστέκονται στις παντός είδους αντιξοότητες  και να προσπαθούν να επιβιώσουν.
Η σκηνή στα μπαλκόνια του Μιλάνου στο τέλος Μαρτίου 2020 έγινε ήδη πανανθρώπινο σύμβολο  της ανθρώπινης  αλληλεγγύης και συστράτευσης. Η επιθυμία για παγκόσμια αγάπη και φιλαλληλία εκφράστηκε πρώτα από μεγάλους σοφούς, όπως τον Σωκράτη και τους Στωικούς αλλά και ιδεολόγους ιδρυτές θρησκειών, όπως ο Ιησούς Χριστός .
Εκείνο που είναι χαρακτηριστικό στη σημερινή εποχή της παγκοσσμιοποίησης είναι ότι χρειάζονται λίγα μόνο λεπτά για να αναδειχθεί κάτι σε παγκόσμιο σύμβολο, αντίθετα από ό,τι γινόταν στο παρελθόν όταν  χρειάζονταν χρόνια πολλά και πολλή φιλολογία για κάτι τέτοιο. Αυτό βέβαια για να γίνει, προϋποθέτει κάποιον επαρκή βαθμό συγγένειας στην κουλτούρα και στον πολιτισμό. Η απουσία της προϋπόθεσης αυτής εξηγεί γιατί  ο  ορθόδοξος εκκλησιαστικός ύμνος τη Υπερμάχω Στρατηγώ που έψαλαν σε παρόμοιες περιστάσεις και για τον ίδιο στόχο οι Λεμεσιανοί στα μπαλκόνια τους  στις 3 Απριλίου την Ε΄ Παρασκευή των Νηστειών είχε μόνο τοπική απήχηση, αφού είναι σε μεγάλο βαθμό άγνωστος στην Ευρώπη. Αυτό βέβαια δεν μειώνει τη σημασία της εκδήλωσης.