«Γυάλινος κόσμος» του Τενεσί Ουίλιαμς σε σκηνοθεσία Αντρέα Τηλεμάχου. 
 
Δεν θα έλεγα ότι ανήκω σ’ αυτούς που υποστηρίζουν ότι υπάρχουν έργα- τοτέμ, απλησίαστα, που ένας σκηνοθέτης πρέπει να κάνει εκατό εγκεφαλικές γαργάρες πριν διανοηθεί να τα αγγίξει. Αυτό θα έπρεπε να ισχύει για όλα τα έργα ή για κανένα. Όλοι έχουν δικαίωμα στην απόπειρα, να δοκιμαστούν, να ματώσουν, να συγκρουστούν με τα μεγάλα κείμενα, νοουμένου ότι δεν θα τα αντιμετωπίσουν με ελαφρότητα, αυταρέσκεια και επιδειξιομανία. Αλλά και σ’ αυτή την περίπτωση το ίδιο το κείμενο θα τους εκθέσει. Αν διαθέτουν την απαραίτητη ταπεινότητα, σοβαρότητα και ειλικρινή διάθεση για μελέτη ανοίγεται πεδίον δόξης λαμπρόν. Από εκεί και πέρα, στο θέατρο κανένα αποτέλεσμα δεν είναι εγγυημένο.
 
Υπάρχει κάτι κοινό στη συντριπτική πλειοψηφία των παραστάσεων με έργα του Τενεσί Ουίλιαμς που έχω παρακολουθήσει σε Κύπρο και Ελλάδα, ως προς την εμπειρία της θέασης. Τις απόλαυσα, αλλά καμία δεν με ενθουσίασε, δεν μ’ έκανε να «παραπατάω» φεύγοντας. Ρουφάς το έργο, επικοινωνείς με το ποιητικά εφιαλτικό σύμπαν του συγγραφέα, συχνά το εκλαμβάνεις ως ευκαιρία για μια δίωρη σπουδή πάνω στα μεγάλα κείμενα, αλλά ανεξάρτητα από τη λειτουργικότητα και την ευστοχία της προσέγγισης, προσωπικά φεύγω με την υπόπικρη γεύση του ανικανοποίητου στο στόμα. Σαν να μην ευοδώθηκαν στο έπακρο οι ελπίδες μου.
Εν μέρει είναι το διανοητικό άγχος της αναμέτρησης με απρόσιτες, κακοτράχαλες αλήθειες και η τριβή με μια δραματουργική τακτική που αντλεί από το βαθύ πηγάδι προσωπικών τραυμάτων και ακολουθεί μια ενοχική διαδικασία λύτρωσης που καταλήγει σπαρακτική και αυτομαστιγωτική. Εν μέρει ίσως είναι και η αγωνία του αποτελέσματος. Συχνά όμως σκέφτομαι ότι ίσως φταίει μια μυστηριώδης αίσθηση ότι κάτι λείπει. Τείνω να καταλήξω ότι αυτό είναι κάτι δομικό. Ότι πίσω από έναν γκρίζο συναισθηματισμό και μια λυρικά ομιχλώδη ατμόσφαιρα, ο μεγάλος συγγραφέας θαμπώνει και αποδυναμώνει την κοινωνική μέγγενη που συνθλίβει τους ήρωές του. Το βάρος πέφτει στο προσωπικό τους σκοτάδι, τις ενοχές, τις νευρώσεις, τα ιδιωτικά τους αδιέξοδα.
 
Με δεδομένο ότι η ποιητικά ρεαλιστική γραφή του συγκινεί, προσδιορίζει και διαμορφώνει το παγκόσμιο ακροατήριο εδώ και 80 χρόνια και -ομιλώντας για τον ελληνόφωνο χώρο- έφτασε να διαπλάθει το αισθητικό μας κριτήριο, είναι σαφές ότι η δημιουργική του αυτοψυχανάλυση αποτελεί μια ευλογία. Το κοινωνικό φόντο, που αφορά μια άλλη, ξένη περιοχή του πλανήτη λογικά έμενε στο περιθώριο. Εντούτοις, στην αμερικανοποιημένη εποχή μας, σ’ έναν βάρβαρα ανταγωνιστικό κόσμο όπου η οργή από τις συνεχώς επιδεινούμενες ανισότητες κατευνάζεται από τη δικτατορία και την εμμονή της εικόνας και τη τζούφια υπόσχεση ενός αμερικανόφερτου ονείρου, κάτι τρίζει στο υπόγειο. Το κοινωνικό πλαίσιο προβάλλει απαιτήσεις. Βροντοφωνάζει ότι στην ουσία αυτό είναι το πιο τρομακτικό φάντασμα, η πηγή όλων των νευρώσεων.
Το ένιωσα έντονα αυτό παρακολουθώντας την πρόταση του Θεάτρου Ανεμώνα με τον «Γυάλινο Κόσμο». Ο Ουίλιαμς δεν φαντάζει απλώς διαχρονικός, αλλά ολοένα και πιο επίκαιρος. Οι κλινικές περιπτώσεις των απροσάρμοστων ηρώων του είναι σαν να απέδρασαν από τους εφιάλτες του και να γίνονται όλο και πιο αναγνωρίσιμες στην καθημερινότητά μας, δίπλα μας, ανάμεσά μας, στον καθρέφτη μας. Δεν ξέρω αν ο Αντρέας Τηλεμάχου αφουγκράστηκε αυτή την ανάγκη, ή αν πλέον προκύπτει και αβίαστα, όμως η επιλογή του να οδηγήσει το παραστασιακό ζητούμενο σε πιο ρεαλιστικά μονοπάτια, υπογράμμισε αυτό το ρεύμα. Σκηνοθετικά, όλος ο λυρισμός επιζητούσε να συγκρουστεί με τη ζοφερή πραγματικότητα, την παρακμή και την απελπισία, τη θεατροποίηση της προσωπικής οδύνης. Είναι μια χαμηλότονη, εθιμική κατασκευή που περιβάλει με αγάπη και εμπιστοσύνη τους συντελεστές. Εμπιστοσύνη που ίσως μοιάζει απερίσκεπτη σε σχέση με το διακύβευμα, όμως αυτή ήταν και η πιο τολμηρή πτυχή του όλου εγχειρήματος που σε γενικές γραμμές μπορεί να χαρακτηριστεί προσεκτικό.
 
Αν μια παράσταση παίρνει τον χαρακτήρα ενός από τους βασικούς ήρωες του έργου, η συγκεκριμένη μάλλον ταυτίζεται με τον Τομ όπως τον ερμήνευσε ο νεότατος Άγγελος Αγαθάγγελος. Ανέλαβε να «ξεμυτίσει από το αυγό» μ’ έναν πιο τους δαιδαλώδεις και εμβληματικούς ρόλους του σύγχρονου θεάτρου. Ίσως να δυσκολεύτηκε να πετύχει την εκφραστική ακρίβεια, αλλά έδειξε μια αξιοσημείωτη αποφασιστικότητα να συγχρονιστεί με την ιδιοσυγκρασία του ρόλου. Απέδωσε με μια εξωστρεφή τραχύτητα το χρώμα του ονειροπόλου και οργισμένου νέου και την τάση του για έμμεση και τελικά για πραγματική φυγή. Η Βάρσια Αδάμου έπεσε κι αυτή κατευθείαν στα βαθιά, στη δεύτερη δουλειά της μετά τον «Καλό Άνθρωπο του Σετσουάν». Αποτύπωσε μια Λάουρα διάφανη και τρομοκρατημένη, όπου μεγαλύτερη αναπηρία της δεν είναι το κουτσό της πόδι, αλλά η παθολογική συστολή της και το άχθος της ψυχολογικής πίεσης που της ασκεί η μητέρα της.
 
Η Ιωάννα Σιαφκάλλη έχει ταυτιστεί όσο καμιά άλλη ηθοποιός στην Κύπρο με τον ρόλο της μητέρας, αφού είναι η τέταρτη φορά που τον υποδύεται. Όμως τον αντιμετωπίζει σαν να είναι η πρώτη. Η Αμάντα της είναι εκκεντρική παρά νευρωτική. Είναι η πιο ανάπηρη και τραυματισμένη από όλους τους χαρακτήρες, εντελώς ανίκανη να αντιμετωπίσει το πνιγηρό παρόν και να προστατεύσει τον οποιονδήποτε. Ο Νικόλας Πέτρου, ως «απεσταλμένος από τον κόσμο της πραγματικότητας», παραδόξως φαντάζει σαν ο πιο λυρικός από τους χαρακτήρες, σαν να δεσπόζει στη μνήμη του αφηγητή με το πλεονέκτημα του μοναδικού «σάρκινου».
 
Η εικαστική και φωτιστική σύλληψη είναι όσο ατμοσφαιρική απαιτείται, αλλά κι όσο διαπερατή για να εκφράσει το εσωτερικό λαμπύρισμα της ευθραυστότητας.