Δεν είναι και λίγοι οι συνέλληνες που όταν τρώνε βαριά και κοιμούνται ονειρεύονται περασμένα εθνικά μεγαλεία ή κρύβουν μέσα τους έναν μικρό καταπιεσμένο ιμπεριαλιστή που ορέγεται και το τελευταίο χιλιοστό που πάτησε ο Μεγαλέξαντρος θεωρώντας το περίπου σαν κλεμμένο κληροδότημα του παππού του. Κυκλοφορούν ανάμεσά μας, μην το γελάτε καθόλου. Γενικά όμως, δεν είμαστε επεκτατική φάρα- κάθε άλλο. Μάλλον το DNA μας είναι περισσότερο ποτισμένο με γονίδια υποτέλειας και χαμηλής αυτοπεποίθησης. Γι’ αυτό άλλωστε, όπως παρατήρησε κι η Ελένη Αρβελέρ, διατελέσαμε επί 400 χρόνια σκλάβοι, που πρέπει να είναι και παγκόσμιο ρεκόρ. Αλλά και όταν –με τον νου μας- απελευθερωθήκαμε μάθαμε να είμαστε πάντα ραγιάδες κάποιου.
 
Γι’ αυτό είναι δύσκολο να κατανοήσουμε τους Βρετανούς. Δυσκολευόμαστε να μπούμε στα παπούτσια τους, να συλλάβουμε την κοσμοθεωρία τους, να χωνέψουμε την κτητικότητα και την αλαζονεία τους. Όλη αυτή η υπόθεση με το Brexit- ξεBrexit μοιάζει στα μάτια μας μ’ ένα αλλοπρόσαλλο πολιτικό τσίρκο χωρίς λογική, ούτε και φως στο τούνελ. Κι ας προσπαθούν κάποιοι να το πλασάρουν ως πειστήριο δημοκρατικών αντανακλαστικών και πολιτικής υπευθυνότητας και ωριμότητας. Και φυσικά αδυνατούμε να δεχτούμε την ιστορικά σκληρή στάση τους στο θέμα της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα.
 
Η εκδοχή της βούλησης για αποτελεσματικότερη και αντιπροσωπευτικότερη διαφύλαξη ανεκτίμητων τεκμηρίων της παγκόσμιας ιστορίας και της δικαιωματικής συγκέντρωσης εκεί σπουδαίων θησαυρών από την αλήστου μνήμης εποχή της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, μπάζει νερά αλλά είναι και συζητήσιμη. Είναι αλήθεια ότι στην ταραχώδη εποχή που το νεοελληνικό κράτος έκανε τα πρώτα του βήματα τα έργα ήταν καλύτερα προστατευμένα στο Λονδίνο. Παράλληλα, ο μύθος της Ακρόπολης παγκοσμιοποιήθηκε μαζί με το αφήγημα της συμβολής του αρχαιοελληνικού πνεύματος στη διαμόρφωση του δυτικού πολιτισμού.
 
Είτε θεωρεί κανείς το Βρετανικό Μουσείο ως το μεγαλύτερο και στυγνότερο κλεπταποδοχείο της οικουμένης, είτε ως την απόλυτη κιβωτό διατήρησης της μνήμης της ανθρωπότητας (και μάλιστα με δωρεάν είσοδο), το σίγουρο είναι ότι δεν έγινε τυχαία το ένα ή το άλλο. Μπορείς να θεωρήσεις τους Βρετανούς άρπαγες ή θεράποντες ή και τα δύο. Κορόιδα, όμως, δεν είναι. Όλη αυτή η ιστορία με τη φαεινή ιδέα του Κυριάκου Μητσοτάκη να προτείνει δανεισμό των Γλυπτών με την ευκαιρία της συμπλήρωσης δύο αιώνων από την αφετηρία της εθνικής παλιγγενεσίας και οι εικασίες για την υποτιθέμενη πρόθεση του πρωθυπουργού να «ξεγελάσει» τους Βρετανούς και να τα καταστήσει δανεικά και αγύριστα, προκαλεί τον γέλωτα.
 
Η ιδέα της αείζωης ελληνικής καπατσοσύνης που με όπλο το ιστορικό δίκαιο θα δέσει κότσο τη βρετανική ξεροκεφαλιά, μπορεί να είναι ελκυστική, αλλά δεν ξεφεύγει από τη σφαίρα της γραφικότητας. Κι όμως, υπάρχουν στελέχη και εκπρόσωποι της ελληνικής κυβέρνησης που προσπαθούν να μας πείσουν σοβαρά ότι ο σοφός πρωθυπουργός θα κατάφερνε να αποσπάσει τα Μάρμαρα χωρίς δεσμεύσεις και επίσημη αναγνώριση, αν δεν του έκαναν… χαλάστρα οι αντιδράσεις της αντιπολίτευσης που «κάρφωσε» στους «αφελείς» Βρετανούς τις πραγματικές μας προθέσεις.
 
Οι Βρετανοί δεν αντιδρούν à la carte σ’ αυτού του είδους τα αιτήματα. Αντίθετα, η προϋπόθεση της αναγνώρισης απέναντι σε οποιαδήποτε χώρα διεκδικεί επιστροφή πολιτιστικών θησαυρών είναι πάγια τακτική τους. Και καμιά χώρα φυσικά δεν «τσιμπάει». Ούτε η Αίγυπτος, που έχει καταλεηλατηθεί από πολλά υπερμουσεία ανά τον πλανήτη, ούτε η Αιθιοπία, η Νιγηρία ή ακόμη και η Νήσος του Πάσχα.
 
Η αλήθεια είναι πικρή, όμως ακόμη κι αν υπήρχε για πολιτικούς ή ηθικούς λόγους η θετική προδιάθεση να αντιμετωπιστεί μεμονωμένα το ελληνικό αίτημα, οι Βρετανοί δεν θα μπορούσαν να το ικανοποιήσουν. Μιλάμε για ένα Μουσείο που στηρίχτηκε στη λεηλασία και φιλοξενεί εκεί τα Γλυπτά από την εποχή που η Επανάσταση ήταν ακόμη στα σκαριά. Γιατί αν ανοίξει ο ασκός του Αιόλου και φύγουν τα σπουδαιότερά του εκθέματα, από τους θησαυρούς του Παρθενώνα και τη Στήλη της Ροζέτας μέχρι τις σαρκοφάγους και το ιερό άγαλμα Μοάι, το παλαιότερο κρατικό μουσείο της Ευρώπης θα κλείσει την επόμενη μέρα.
 
Πιθανότερο βρίσκω να μας πάρουν και τα υπόλοιπα Γλυπτά του Παρθενώνα ή και άλλους θησαυρούς, παρά να επιστρέψουν, έστω και δανεικά, αυτά που κατέχουν.
 
Φιλgood, τεύχος 237