Πατημασιές αιώνων σε μια παλιά κεντρική οδό της μοιρασμένης στα δύο Λευκωσίας, του ένδοξου παρελθόντος και των μεγάλων αγιάτρευτων τραυμάτων.

Στον παλιό αρμενομαχαλά της Λευκωσίας, κοντά στις οδούς Αγίου Μάρωνα και Πάφου, με τον Καθεδρικό Ναό της Παναγίας των Χαρίτων των Μαρωνιτών και τις σημαίες στους ιστούς, το παλιό κρεοπωλείο, τα δυο τρία μίνι μάρκετ και τα μικρά μαγαζιά, αν προχωρήσει κανείς ευθεία από το περίκλειστο, αναξιοποίητο τόσα χρόνια και ετοιμόρροπο πια -άλλοτε σημείο αναφοράς- καφενείο «Speedfire» και την εκκλησία του Τιμίου Σταυρού των Λατίνων, ελάχιστα μέτρα από το προξενείο του Βατικανού, βαρέλια, τείχος και συρματόπλεγμα υψωμένα στο σημείο όπου θα ξεκινούσε η άλλοτε κεντρική οδός Βικτωρίας (σημερινή Salahi Sevket Sokak, για τους Τούρκους) ενώνεται νοητά με μια γειτονιά που κάποτε έφερε μία αδιαπέραστη απροσκύνητη περηφάνια – διαταραγμένη ήδη από το 1964, οριστικά χαμένη δέκα χρόνια μετά.

Μόνος, μέσα στην αναστηλωμένη -εκπληκτικής ομορφιάς- εκκλησία της Παρθένου Μαρίας, κτίσμα 900 περίπου χρόνων σύμφωνα με τις πινακίδες στην είσοδό της, ο Τούρκος αστυνομικός με ενημέρωνε -στη νοηματική περίπου- πως είχαν τελειώσει τα φυλλάδια στην αγγλική γλώσσα για τους «τουρίστες» και τους «ξένους» – για μένα, δηλαδή. Ό,τι πληροφορία αναζητούσα ήταν γραμμένη σε ξύλινες πλάκες και σ’ ένα γρήγορο search στο κινητό μου: Για την Πύ­λη του Αγίου Δομίνικου που γειτ­νί­α­ζε με το πα­λά­τι των Λουζινιανών, για το καμπαναριό του 1860 -δω­ρε­ά του Χα­πε­τίκ Νε­βρου­ζιάν- για τα άλλοτε εξαιρετικής τέχνης και λεπτομέρειας βιτρό στα μεγάλα παράθυρα και τη θαυματουργή ελαιογραφία του Αγίου Γεωργίου που βρισκόταν στη νότια πλευρά, δίπλα στην οποία οι Αρμένιοι άφηναν τα παπούτσια των παιδιών τους (πληροφορία καταγεγραμμένη από τον Αρμένιο Χατζηλύρα). Βγήκα για λίγο στο προαύλιο – άλλος άνθρωπος πουθενά.

Στο σύμπλεγμα, μπροστά μου, στα πετρόκτιστα κτίσματα, βρισκόταν κάποτε η Αρ­με­νι­κή Μη­τρό­πο­λη Κύ­πρου, το σχο­λεί­ο Με­λι­κιάν-Ουζουνιάν, το μνη­μεί­ο της Αρ­με­νι­κής γε­νο­κτο­νί­ας (το δεύ­τε­ρο αρ­χαιό­τε­ρο στον κό­σμο που -τραγική ει­ρω­νεί­α- έγινε και το ί­διο θύ­μα των Τούρ­κων), το προ­σκο­πεί­ο, το σπί­τι του καντηλανάφτη και η προ­δη­μο­τι­κή. Κάθισα στον περίβολο, πίσω από ένα παλιό σιδεράδικο ενός Τουρκοκύπριου που μου εξήγησε μετά, με τα λίγα ελληνικά του, τα βασικά της ιστορίας, όπως την ανακαλούσε στη μνήμη του: «Κάποτε αυτή ήταν μία πλούσια γειτονιά, είχαν έρθει εδώ πολλοί Αρμένιοι να μείνουν πριν από 100 χρόνια (εννοώντας, προφανώς, μετά τη γενοκτονία). Όλα τα σπίτια, εδώ γύρω, ήταν δικά τους. Μετά τα γεγονότα σκόρπισαν. Τώρα η γειτονιά είναι μοιρασμένη. Και η οδός. Όπως παντού. Μισή ποτζιεί μισή ποδά» – σαν τους τίτλους των κύριων κεφαλαίων στο εξαιρετικής αισθητικής και πληροφοριών βιβλίο της Άννας Μαραγκού «Περπατώντας στις όχθες του Πεδιαίου ποταμού» (εκδ. «Το Ροδακιό»), κόσμημα για την ιστορία της πόλης.

«Εδώ ήταν κάποτε ο στρατός. Γύρω από την εκκλησία. Έβαζαν πράματα δικά τους μέσα. Μετά επενέβησαν οι ΟΗΕδες με κάτι συμφωνίες που έγιναν με τους δικούς σας και έγινε τώρα όλο σαν καινούργιο!», περηφανεύτηκε στο τέλος – πράγματι, με τα φαντάσματα γοερά να σπαράζουν στο ωραίο περιτύλιγμα του ναού, το χωρίς αγίους, χωρίς πιστούς, χωρίς κανέναν για λίγη παράκληση μέσα και μετάνοια, ήταν «όλο σαν καινούργιο». Χωρίς γονυπετείς «συγγνώμες».

Βγαίνοντας ξανά στη Βικτωρίας, περπάτησα περίπου δέκα λεπτά, ευθεία, προς τα παλιά δικαστήρια – πενήντα μέτρα πριν από την άλλοτε κεντρική πλατεία της Λευκωσίας, εκεί όπου είναι τώρα το ξενοδοχείο-καζίνο «Saray» (παλιό, ένδοξο χαμάμ, που κατεδαφίστηκε). Ένα μικρό δρομάκι, αριστερά της οδού, οδηγεί σ’ αυτό που κάποτε θα ταυτιστεί με τη μεγάλη προδοσία, τους εξευτελισμούς, ίσως και τις ανείπωτες εν ψυχρώ δολοφονίες στους πάνω ορόφους του ή στις πίσω αυλές του που ποτέ δεν δημοσιοποιήθηκαν, αν οι αιχμάλωτοι δεν πέθαιναν στο μεταξύ από την ασιτία, τις δηλητηριάσεις και τα βασανιστήρια του τουρκικού στρατού – σκεπτόμενος, λογικά, κάποιους από τους 100 περίπου αγνοούμενους που μπήκαν μέσα εκεί αλλά ποτέ δεν υπήρξε συνέχειά τους για ζωή: Το γκαράζ Παυλίδη.

Σκόρπιες πληροφορίες για τον μεγάλο αυτό έκτασης χώρο που τώρα λειτουργεί ως χώρος αθλοπαιδιών, δίπλα από το παλιό δημοτικό σχολείο των άλλοτε φτωχών Τουρκοκυπρίων που είχαν έρθει κυρίως από την Πάφο, μπορεί να ακούσει κανείς στο ντοκιμαντέρ «Αιχμάλωτοι μιας προδοσίας» του «Παγκύπριου συνδέσμου αιχμαλώτων πολέμου 1974», που προβάλλεται αυτές τις μέρες, κυρίως για τις λεπτομερείς (;) καταγραφές του Ερυθρού Σταυρού, τους επιζώντες από τις μάχες της Κερύνειας που κινηματογραφούνταν (για λόγους προπαγάνδας;) για να γίνουν τελικά η τελευταία ένδειξή τους πως κάποτε ανέπνεαν άνθρωποι μέσα εκεί – ανατριχιαστικές οι φωτογραφίες με τα σηκωμένα χέρια, τα ανεβασμένα μανίκια και τα ιδρωμένα μούσια στα ταλαιπωρημένα πρόσωπα των ανδρών, σκοτεινές εικόνες με γεγονότα και σημάδια νεκρών ακόμη στις ψυχές των επιζώντων εκείνου του αχανούς -δέκα οικοπέδων έκτασης- παλιού γκαράζ.

Ασυναίσθητα, μπροστά στη σιδερένια πόρτα, έκανα το σταυρό μου σαν να έμπαινα σε εκκλησία, για το αίμα που στέγνωσε πια και πατούσα ήδη στην είσοδο -επάνω σε παρελθόντες τραυματισμούς και καλά καμουφλαρισμένα πτώματα- και μπήκα μέσα καθώς κάποιοι μαθητές με σορτσάκια έκαναν ήδη τάιμ άουτ από τα πρέσινγκ, τα ριμπάουντ και τα πλέι οφ της ζεστής εκείνης μέρας του Σεπτεμβρίου.

Πού να ‘ξεραν!

Φιλgood, τεύχος 238.