Η 14η του Σεπτέμβρη, αφιερωμένη στη μεγάλη Φωνή του Πόντου και των Πανελλήνων, βρίσκει πολλούς να απειλούνται για ξεσπίτωμα, παρότι πέντε σπίτια έκτισαν. Φευ, όσοι δεν υπήρξαν από την κούνια τους πρόσφυγες δεν μπορούν ν’ αντιληφθούν το δράμα των ανέστιων από την τουρκική βαρβαρότητα ή από τις ανάλγητες εξουσίες.

Απανωτές οι ανακοινώσεις του Υπουργείου Οικονομικών, με τη συναίνεση της συνώνυμης Επιτροπής της Βουλής:

— Καλούνται οι δανειζόμενοι να υποβάλουν αίτηση στο Σχέδιο «Εστία» για ν’ αποφύγουν την εκποίηση.

Όμως, πενιχρή η προσέλευση. (Όποιος κάηκε στη σούπα, φυσά και το γιαούρτι). Προφανώς, πικρή εμπειρία έχουν οι δανειζόμενοι από εκείνη τη διφορούμενη φράση με τα μικρά γράμματα που συνοδεύει τις αιτήσεις, ότι… τηρούνται «όροι και προϋποθέσεις» (υπομονή σε γραφειοκρατικές απαιτήσεις, δηλαδή!)

Κάτι τέτοιες ώρες θυμίζουν την ιστορία με τη φόρμα (κατακρίβειαν την αλεργία με τις φόρμες που τές συνταύτισε με τη γραφειοκρατία) Αναδρομή στον χρόνο, 40 –και– χρόνια πίσω, τότε που γεννήθηκε το πρώτο του παιδί («ο ανήρ γεννά, και η γυνή τίκτει», αλλά μη μάς ακούσει καμιά… Ζωή) Λοιπόν, τότε δούλευε στην αντιπροσωπεία της Lancia, στο γκαράζ της Ιπποδρομίου, στη Θεσσαλονίκη, με μεροκάματο 172 δρχ. (συν 500 δρχ. περίπου τα… τυχερά) –από το πλυντήριο, τα λάδκια και το παρκάρισμα!) Ένα πρωινό, τον ρώτησαν αν έλαβε το «επίδομα τοκετού» και τού εξήγησαν ότι αφορούσε 12.000 δρχ. Και ξεκίνησε το μαρτύριο με τις φόρμες. Μια γέμιζε, τρεις τού έλειπαν. Ώρες ατελείωτες στις θυρίδες του ΙΚΑ, τρία-τέσσερα χαμένα μεροκάματα, κάπου μεταξύ της 8ης και 9ης φόρμας που συμπλήρωσε, τού είπαν ότι τού έλειπαν άλλες δύο.

Στάθηκε πάνω από έναν κάλαθο και τές… έσκισε όλες. Έχασε, βέβαια, τα δώδεκα χιλιάρικα, αλλά αισθανόταν ότι… νίκησε τη γραφειοκρατία.

(Δεν ήξερε –τότε– ότι η γραφειοκρατία είναι τέρας ανίκητο!…)