Το 2022 συμπληρώνονται εκατό χρόνια από τη μικρασιατική καταστροφή, ωστόσο οι ιστορικοί έχουν ακόμα πολλή δουλειά μπροστά τους. Η «επίσημη» ιστορία συχνά κονταροχτυπιέται με τη μνήμη των αυτοπτών μαρτύρων, αγνοώντας επιπλέον την καθημερινότητά τους. Μια καθημερινότητα, όμως, που ήταν και είναι από μόνη της πολιτισμική μαρτυρία.
 
Η γιαγιά µου η Μικρασιάτισσα ήταν εξαιρετική µαγείρισσα. Μα ιδιότροπη. Έτσι πίστευα για χρόνια. Γιατί το εικοσαήµερο που έµενε κοντά µας κάθε καλοκαίρι αρνιόταν πεισµατικά να µαγειρέψει έστω και µία φορά. «Όποιος θέλει να γευτεί τα γεµιστά µου (ή το ιµάµ, τις µελιτζάνες µε το κρέας, τις µπάµιες κ.ο.κ.), να έρθει να του τα φτιάξω στο σπίτι», έλεγε. Και η συζήτηση έκλεινε εκεί. 

Όταν, έφηβη πια, τη χρονιά που θα έδινα εξετάσεις για το πανεπιστήμιο, έμεινα όλο το καλοκαίρι κοντά της, δεν μου χάλαγε χατίρι. Μόνο για την προσφυγιά δεν μιλούσε, όσο κι αν την πίεζα. «Τι θες και τα σκαλίζεις;» ήταν η μόνιμη επωδός. Και το στόμα ερμητικά κλειστό. Μόνο μία φορά την είδα να καβγαδίζει στο σαλόνι με τη θεία Μαρίκα, τη μικρή της αδελφή, την «Αμερικάνα», που είχε ταξιδεψει στο Ικόνιο και είχε φέρει ένα σωρό φωτογραφίες από την πόλη, αλλά και από τη Σίλλη, το χωριό τους. 

«Τι μου έφερες να δω; Το σπίτι μου πατημένο;» αγρίεψε κάποια στιγμή η γιαγιά, αλλά με έναν λυγμό στη φωνή που δεν είχα ξανακούσει. Με μια βίαιη κίνηση πέταξε τις φωτογραφίες στο πάτωμα και την ίδια στιγμή με έστειλε στο δωμάτιό μου, κλείνοντας πίσω μου με θόρυβο την πόρτα. 

Σε λίγο η εξώπορτα ακούστηκε να ανοίγει και να κλείνει και η θεία Μαρίκα έφυγε. Μετά, με μάτια στεγνά, η γιαγιά με φώναξε κοντά της, για να μου πει ξανά για το κελάρι τους που ήταν μεγάλο όσο και το σπίτι στο Ικόνιο, για τις μπάμιες, τις μελιτζάνες και τα άλλα «καλοκαιρινά» που στέγνωναν εκεί περασμένα σε κλωστή, για να τα μαγειρεύουν ολόχρονα. Και στη γωνιά, μέσα στην άμμο, σωρός τα μοσχοβολιστά πεπόνια, από το ταβάνι κρεμασμένοι οι παστουρμάδες, τα σουτζούκια και τα λουκάνικα και μέσα στα κιούπια οι καβουρμάδες κι ο τραχανάς, να περιμένουν τα κρύα του χειμώνα. Σχεδόν ό,τι έχω να θυμάμαι από το στόμα της έχει να κάνει με φαγητό. Τι μαγείρευαν στις γιορτές, τι στις χαρές και τι στις λύπες και τις αρρώστιες. 

Πολλά χρόνια μετά τον θάνατό της, έπεσε στα χέρια μου ένα βιβλίο γραμμένο από μια ξένη ερευνήτρια, που είχε ζήσει για καιρό κοντά στους Μικρασιάτες πρόσφυγες που είχαν εγκατασταθεί στα Γερμανικά του Πειραιά. Κι εκεί, τελείως απρόσμενα, κατάλαβα ότι η γιαγιά μου δεν ήταν ιδιότροπη. Απλώς έφερε σιωπηρά το πνεύμα του τόπου της, που της επέβαλλε να μην εμπλέκεται σε κουζίνα άλλη από τη δική της. Από απλό αυτοσεβασμό.

Όμως η πείρα από τον Μεγάλο Πόλεμο, όταν τους εξόρισαν από το Ικόνιο, στάθηκε πολύτιμη στον επόμενο. Γιατί μια-δυο μέρες προτού μπουν οι Γερμανοί στην Αθήνα, εκείνη σήκωσε όλες τις (πενιχρές) οικονομίες της οικογένειας και για πρώτη και τελευταία φορά πήγε μόνη της στην Κεντρική Αγορά. Τρία είδη αγόρασε: λάδι, σταφίδες και σαπούνι. Χάρη σε αυτά επιβίωσε όχι μόνο η δική της οικογένεια, μα και η γειτονιά. Και ενώ όλοι ήξεραν πως η κυρα-Καλλιόπη είχε λάδι, ποτέ δεν την πείραξε κανείς. Γιατί όλα εκείνα τα δύσκολα χρόνια το πρόσφερε σε όσους το είχαν ανάγκη, χωρίς ποτέ να δεχτεί να πουλήσει ούτε δράμι! 

ΥΓ Κοντά στα αγέραστα Ματωμένα χώματα (Κέδρος) της Διδώς Σωτηρίου και στην Αιολική Γη (Εστία) του Ηλία Βενέζη, διαβάστε και το βιβλίο της Ρενέ Χίρσον, Κληρονόμοι της Μικρασιατικής Καταστροφής (ΜΙΕΤ). Κι αν έχετε χρόνο, επισκεφθείτε την έκθεση κειμηλίων του Συνδέσμου Μικρασιατών Κύπρου, στο Βυζαντινό Μουσείο Λευκωσίας.