Το γεγονός ότι ένας τηλεοπτικό κανάλι ενδεχομένως να μην μπορεί να ελέγξει, στο πλαίσιο ζωντανής μετάδοσης ενός ποδοσφαιρικού αγώνα, τα συνθήματα των οπαδών, δεν μπορεί να αποτελέσει υπεράσπιση, εάν τα συνθήματα αυτά έχουν περιεχόμενο το οποίο κρίνεται ακατάλληλο. Αυτό προκύπτει από την απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου το οποίο επικύρωσε πρόστιμο ύψους 3.000 ευρώ το οποίο επέβαλε η Αρχή Ραδιοτηλεόρασης στην ΑΤΗΚ. 
 
Μετά την επιβολή προστίμου η ΑΤΗΚ προσέφυγε στο Δικαστήριο το οποίο κλήθηκε να εξετάσει τη νομιμότητα της διοικητικής κύρωσης. Προκύπτει από την απόφαση του Δικαστηρίου ότι η παραβίαση από μέρους της ΑΤΗΚ αφορούσε τον κανονισμό Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών σύμφωνα με τον οποίο «οι σταθμοί λαμβάνουν μέτρα για τήρηση των γενικά παραδεκτών κανόνων της ευπρέπειας και της καλαισθησίας στη γλώσσα και στη συμπεριφορά, λαμβάνοντας υπόψη το είδος και το πλαίσιο της εκάστοτε εκπομπής. Ιδιαίτερη μέριμνα επιβάλλεται στα προγράμματα που μεταδίδονται σε χρόνο κατά τον οποίο ενδεχομένως παρακολουθούν ανήλικοι».
 
Η παραβίαση του κανονισμού έλαβε χώρα στη διάρκεια μετάδοσης ποδοσφαιρικού αγώνα. 
 
Η θέση της ΑΤΗΚ ήταν ότι «είναι αδύνατο να ελεγχθεί η ζωντανή μετάδοση ποδοσφαιρικού αγώνα», ενώ η Αρχή Ραδιοτηλεόρασης υποστήριζε πως υπάρχουν τα τεχνικά μέσα για έλεγχο των ζωντανών μεταδόσεων.
 
Επί του προκειμένου, το Δικαστήριο υπέδειξε ότι «οι αιτητές (σ.σ. η ΑΤΗΚ) θα μπορούσαν, ενδεχομένως, να προσκομίσουν μετά από άδεια του Δικαστηρίου μαρτυρία που να τεκμηριώνει τη θέση που εξέφρασαν προς την ΑΡΚ, ότι δηλαδή είναι αδύνατο να ελεγχθεί η ζωντανή μετάδοση του αγώνα. Εντούτοις, δεν λήφθηκε κανένα διάβημα προς αυτή την κατεύθυνση και συνεπώς το ζήτημα καταλήγει να αφορά ένα αμιγώς τεχνικό θέμα στο οποίο το Δικαστήριο δεν μπορεί να υπεισέλθει ιδιαίτερα όταν δεν φαίνεται να υπάρχει τεκμηριωμένος αντίλογος από πλευράς των αιτητών στα ευρήματα της ΑΡΚ».
 
Το Δικαστήριο αφού μελέτησε το σύνολο των δεδομένων, έκρινε πως δεν υπήρχε περιθώριο ανατροπής της απόφασης της Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, η οποία ήταν εντός του νόμου και αιτιολογημένη, με αποτέλεσμα την επικύρωση του προστίμου.