Πέρασε μια εβδομάδα. Κοντεύει η επόμενη επέτειος –έχουμε και πολλές- κι εμείς ακόμη με την 28η Οκτωβρίου ασχολούμαστε. Προβλέπω ότι η νέα τρικυμία εν ποτηρίω που έχει ξεσπάσει στην ψηφιακή μας πραγματικότητα θ’ αρχίσει σιγά- σιγά να κοπάζει όταν θ’ αρχίσουν να σφυρίζουν οι άνεμοι των κυβερνο-αντιπαραθέσεων για την 17η Νοεμβρίου και τις προεκτάσεις της στο σήμερα. Πόσο προβλέψιμοι είναι οι διαδικτυακοί στρατοί από ζόμπι εθισμένα στην αποξενίζουσα τεχνολογία της δικτύωσης!
 
Ακόμη πιο προβλέψιμοι είμαστε εμείς οι Έλληνες, που είμαστε και λαός πανηγυρτζήδων. Αέναα κολλημένοι με ημερομηνίες και επετείους και αδιόρθωτοι παρελασολάγνοι. Κι ενώ πεθαίνουμε για χαβαλέ και χοντροκομμένο πείραγμα στην καθημερινότητά μας, χάνουμε εντελώς κάθε αίσθηση χιούμορ όταν κάποιος τολμήσει να σκεφτεί έξω από το κουτί και να αρθρώσει καυστικό σατιρικό λόγο για τα ιερά και όσια της φυλής, των οποίων αισθανόμαστε λίγο- πολύ κάτι παραπάνω από θεματοφύλακες: αυτόκλητοι κληρονόμοι και διαχειριστές.
Ο δήμαρχος Νέας Φιλαδελφείας – Νέας Χαλκηδόνας είναι και καλλιτέχνης –τρομάρα του. Εν ενεργεία μάλιστα. Τον είδαμε πρόσφατα και στην Κύπρο να πρωταγωνιστεί στο «Σπασμένο Γυαλί» του Άρθουρ Μίλλερ. Υπήρξε καλλιτεχνικός διευθυντής του ΚΘΒΕ, δίδαξε σε δραματική σχολή, έπαιξε σε άπειρες παραστάσεις, ενώ στα ανήσυχα νιάτα του ενσάρκωσε χαρακτήρες πολύ πιο περιθωριακούς από αυτούς που ο ίδιος σήμερα αποκαλεί «γελοία υποκείμενα». Πολλοί θα τον θυμούνται ως Μίκυ στο cult βιντεο-μαργαριτάρι «The Κόπανοι» τη δεκαετία του ’80. «Αχ, πού ‘σαι, νιότη, πού δειχνες πως θα γινόμουν άλλος!» θα πρόσθετε εδώ ο Βάρναλης.
Ο Γιάννης Βούρος, λοιπόν, έχει αλλάξει για τα καλά στρατόπεδο και αποτελεί σήμερα ένα case study για την ευκολία με την οποία ένας άνθρωπος ενσωματώνεται στο κοστούμι που φοράει. Είναι αξιοσημείωτο πόσο έχει αφομοιωθεί στον ρόλο εξουσίας που του έχει ανατεθεί, σε βαθμό που ίσως δεν το είχε πετύχει ποτέ ως ηθοποιός. Ο δήμαρχος στο βάθρο σε στάση προσοχής σαν πιγκουίνος να απολαμβάνει τις τιμές, τα πρωτόκολλα και τη θεσμική τυπολατρία παρέα με τον ενωμοτάρχη, τον στρατιωτικό διοικητή και το τοπικό ιερατείο. Μια cult σκηνή βγαλμένη από βιντεοταινία του ’80.
 
Η σκηνή αυτή από περιοχή σε περιοχή ποικίλει και χαρίζει σκηνές απείρου κάλλους. Όπως αυτή με τον δήμαρχο που φρόντισε να εξασφαλίσει βάθρο μόνο για τον εαυτό του για να ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους επισήμους, ή με τον δήμαρχο που πριν μερικά χρόνια φρόντισε εκτός από τους μαθητές να παρελάσει από μπροστά του κι ένας ουλαμός… ένδοξων απορριμματοφόρων τελευταίας τεχνολογίας, παιανιζόμενα τους αιματοβαμμένους ήχους του «Μακεδονία Ξακουστή».
 
Με όλες αυτές τις γελοίες καταστάσεις και τη σουσουδίστικη δίψα των αρχόντων να «χωρέσουν» στο κοστούμι τους, το καυστικό αντιπολεμικό χάπενινγκ της ακτιβιστικής ομάδας κοριτσιών με αναφορά στο «Ministry Of Silly Walks» των Monty Python (γιατί αυτό εμένα μου θυμίζει κάτι από τον βηματισμό των ευζώνων;) λαμβάνει πολλαπλές διαστάσεις και ιστορική δυναμική. Μια δράση μερικών λεπτών κλόνισε όλο το σαθρό υποκριτικό οικοδόμημα των τζιτζιφιόγκων ψευτοπατριωτών, που καπηλεύονται το αίμα και τις θυσίες άλλων -συχνά κι από ιδεολογικά αντίπαλα στρατόπεδα- για να κάνουν επίδειξη της εξουσίας τους και μιας ψευδεπίγραφης ανωτερότητας.
 
Φρονώ ότι υπάρχει μια ειδοποιός διαφορά μεταξύ της μαθητικής και της στρατιωτικής παρέλασης. Είναι ένα μεταξικό κατάλοιπο φασιστικής εμπνεύσεως που εγγράφει βίαια στο μαλακό συλλογικό φαντασιακό των ανήλικων μια φιλοπολεμική κουλτούρα. Η παρέλαση είναι μια στρατιωτική τελετή απότισης τιμών ή/ και επίδειξης ισχύος. Στην περίπτωση των μαθητών αυτή η στρατοκρατικού τύπου πομπή με στοίχιση, βηματισμό και παράστημα χήνας είναι άκρως αντιεκπαιδευτική. Χαλιναγωγεί την έμφυτη τάση των νέων για αμφισβήτηση και πειραματισμό και τους βάζει σε σκληρά καλούπια άσκοπης πειθαρχίας και μαζικοποίησης.
 
Μεταξύ μας, μόνο και μόνο για τη λύσσα που προκάλεσαν στους πατριδοκάπηλους, αξίζουν πολλά συγχαρητήρια σ’ αυτά τα κορίτσια.  
 
Φιλgood, τεύχος 245