Ο υπουργός Οικονομικών αποδέχθηκε τη θέση του δ.σ. ΑΤΗΚ ότι δεν μπορεί να πάρει ως μέρισμα για το 2016 το 50% των «τυπικών» κερδών του οργανισμού, που ξεπερνούσαν τα €75 εκατ. αφού από αυτά στην πράξη, αφαιρέθηκαν €30 εκατ. που χάθηκαν λόγω νέας απομείωσης επένδυσης στη Cyta Hellas, όπως και πρόσθετο ποσό για κάλυψη του αναλογιστικού ελλείμματος για το Ταμείο Συντάξεων. 

Έτσι, το μέρισμα που θα δώσει η ΑΤΗΚ στο κρατικό ταμείο, για τα κέρδη του 2016, θα κυμανθεί στα €20 εκατ. αντί των €37 εκατ. που ζητήθηκαν από την κυβέρνηση αρχικά στη βάση της πρακτικής του μέγιστου 50% των κερδών.  

Σύμφωνα με τα στοιχεία του «Φ», πρόκειται για το πιο χαμηλό μέρισμα που δίνει ο ημικρατικός οργανισμός στο κράτος, από το 2002 που ξεκίνησε να δίνει μερίσματα από τα κέρδη. Να σημειωθεί ότι τα τελευταία 15 χρόνια, το συνολικό μέρισμα που εισέπραξαν τα κρατικά ταμεία ως μέρισμα από την ΑΤΗΚ έφτασαν τα €749 εκατ. δηλαδή κατά μέσο όρο σχεδόν €50 εκατ. ετησίως.

Τα μεγαλύτερα ποσά δόθηκαν από τον ημικρατικό οργανισμό προς το κράτος την περίοδο 2008-2011 με περίπου €80 εκατ. ετησίως, μάλιστα κάποιες από τις περιπτώσεις αυτές το μέρισμα που δινόταν στο κράτος ήταν αισθητά μεγαλύτερο των ετήσιων καθαρών κερδών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το μέρισμα προς το κράτος να συμβάλλει στη μείωση των αποθεματικών του οργανισμού.

Σύμφωνα με τη νομοθεσία, η ΑΤΗΚ καταθέτει κατ’ έτος στο Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας ποσό που δεν υπερβαίνει το ήμισυ των πλεονασμάτων που είχε πραγματοποιήσει μετά τη φορολογία, κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος.

Το ποσό του μερίσματος και ο χρόνος καταβολής του καθορίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο ύστερα από σχετική πρόταση του υπουργού Οικονομικών, που διαμορφώνεται μετά από σχετική διαβούλευση με το Διοικητικό Συμβούλιο της ΑΤΗΚ, αφού ληφθούν υπόψη, η κατάσταση ρευστότητας, η διασφάλιση μελλοντικών επενδύσεων, οι συμβατικές υποχρεώσεις και τα ποσά που οφείλει να καταβάλλει η Αρχή για αναπλήρωση του ελλείμματος των ταμείων συντάξεων.

Για το 2015 η ΑΤΗΚ κατέβαλε ως μέρισμα στο κράτος το ποσό των €39,11 εκατ. το οποίο ήταν αισθητά μειωμένο, αφού τελικά συμψηφίστηκε με καθυστερημένες οφειλές του κράτους προς την ΑΤΗΚ για τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες όπως η διατήρηση του «Ράδιο Κύπρος».