Τον περασμένο Δεκέμβριο, ένας Βρετανός, μόνιμος κάτοικος Κύπρου, έπνιξε με τα ίδια του τα χέρια τη γυναίκα του και ακολούθως επιχείρησε να θέσει τέρμα στη ζωή του. Η γυναίκα έπασχε από λευχαιμία και βρισκόταν στο τελικό στάδιο της ασθένειας, βιώνοντας αβάσταχτο πόνο. Ο άντρας είχε μάλιστα ενημερώσει συγγενικό του πρόσωπο στη Βρετανία ότι θα προέβαινε σε αυτή την πράξη, προκειμένου να λυτρώσει τη σύζυγό του, η οποία υπέφερε από φρικτούς και αφόρητους πόνους, που καθιστούσαν τον βίο της αβίωτο.

Η υπόθεση, που βρίσκεται στο στάδιο της εκδίκασης, αντιμετωπίζεται στην Κύπρο ως ανθρωποκτονία. Αν όμως αυτό συνέβαινε στην Ελβετία, την Ολλανδία, το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο ή την Ισπανία, ο άνδρας αυτός, προφανώς, δεν θα «αναγκαζόταν» να καταφύγει σε αυτή την ακραία λύση, αλλά με τη σύμφωνο γνώμη της συζύγου του θα διάλεγε έναν ιατρικώς υποβοηθούμενο θάνατο, δίχως να υπέχει οποιασδήποτε ποινικής ή άλλης ευθύνης, αφού το νομοθετικό πλαίσιο σε αυτές τις χώρες επιτρέπει υπό αυστηρούς όρους και προϋποθέσεις τη διενέργεια ευθανασίας σε ασθενείς που βάσει ιατρικής γνωμάτευσης βρίσκονται σε καταληκτικό στάδιο μιας ανίατης ασθένειας και επιθυμούν ένα ήρεμο και αξιοπρεπές τέλος. 

Το μόνο σίγουρο στη ζωή είναι ο θάνατος κι αυτό ουδείς μπορεί να το αμφισβητήσει. Εκκινώντας από αυτή τη βεβαιότητα, η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Βουλής καλείται αυτή την περίοδο να συζητήσει και να διαμορφώσει μία πρόταση νόμου για την ευθανασία, ένα ιδιαιτέρως αμφιλεγόμενο ζήτημα, που θα επιφέρει αλλαγές στον ποινικό κώδικα. Ένα θέμα που δεν πρόκειται να κλείσει εύκολα, αφού στην ουσία αντιπαλεύουν μεταξύ τους δύο δικαιώματα: το δικαίωμα στη ζωή και το δικαίωμα στον θάνατο! Ή μήπως το δικαίωμα σε έναν αξιοπρεπή θάνατο και η υποχρέωση σε μια επώδυνη διαβίωση; Η αλήθεια είναι ότι κανένα άλλο θέμα δεν αγγίζει τόσο πολύ τον πυρήνα της ηθικής, της φιλοσοφικής και της βιολογικής ύπαρξης του ατόμου, όσο η «διαχείριση» του θανάτου ενός ανιάτως πάσχοντα, ο οποίος περνά τις τελευταίες μέρες ή και μήνες της ζωής του βουτηγμένος στον πόνο, την κακουχία και την απόγνωση. 

Επιχειρήματα ακούστηκαν πολλά τόσο από τους υποστηρικτές της ευθανασίας όσο και από όσους αντιτίθενται σε μία τέτοια προοπτική, με προεξάρχουσα την Εκκλησία. Οι νομοθέτες πρέπει όμως να αφουγκραστούν και να λάβουν πολύ σοβαρά υπόψη τους τα μηνύματα που στέλνει η κοινωνία, όπως αυτά προκύπτουν από παγκύπρια έρευνα της Εθνικής Επιτροπής Βιοηθικής Κύπρου με τη συμμετοχή 750 ατόμων άνω των 18 ετών. Σύμφωνα με την έρευνα, έξι στους δέκα συμμετέχοντες δηλώνουν ότι συμφωνούν με τη νομιμοποίηση της ευθανασίας, οκτώ στους δέκα υποστηρίζουν ότι αυτό το δικαίωμα μπορεί να το έχει κάποιος σε περίπτωση ανίατης και βασανιστικής χρόνιας ασθένειας ή όταν εξαντληθούν όλα τα περιθώρια για ανακούφιση του πόνου. Επιπλέον, το 64% των ερωτηθέντων εκτιμά ότι έφτασε η ώρα για δημιουργία νομικού πλαισίου για την ευθανασία στην Κύπρο και το 50% συμφωνεί με το δικαίωμα στην επιλογή ενός ατόμου να προχωρήσει σε ευθανασία. 

Τα μηνύματα είναι σαφή και ξεκάθαρα και συνηγορούν υπέρ της ανάγκης θεσμοθέτησης και νομιμοποίησης της εκούσιας ευθανασίας με έγκυρη, ρητή και εν πλήρει συνειδήσει συγκατάθεση του ασθενούς. Εύκολες λύσεις δεν υπάρχουν, το θέμα είναι ευαίσθητο, τα διλήμματα πολλά και η θέσπιση μιας τέτοιας νομοθεσίας ένα εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα. Αυτό που χρειάζεται είναι εξαντλητική μελέτη της κάθε παραμέτρου, εισαγωγή αυστηρών κριτηρίων και ασφαλιστικές δικλίδες. Διότι η νομιμοποίηση της ευθανασίας δεν αποτελεί και δεν πρέπει να αποτελεί υποκατάστατο μιας αποτελεσματικής ανακουφιστικής και παρηγορητικής φροντίδας, που σε κάθε περίπτωση το κράτος είναι υποχρεωμένο να παρέχει στους πολίτες – ασθενείς του. 

*Δανεισμένο από τον «Άμλετ» του Σέξπιρ 

[email protected]