Με το βιβλίο του «Κάτι απ’ αυτούς» ο δημοσιογράφος Χρήστος Χαλικιόπουλος απευθύνεται στους αναγνώστες μέσω της λογοτεχνίας. Πρόκειται για μια βιωματική συλλογή διηγημάτων που επιχειρεί να συγκολλήσει σπαράγματα ανθρώπων και ιστοριών που είχαν ή που ήθελαν να πουν: στη σαλεμένη εφηβεία, στους άδοξους έρωτες, στα ανυποψίαστα παιδικά χρόνια, στην Κέρκυρα, στη Γαλλία, στην Πάφο.

– Τι θυσιάζει κάποιος όταν αποφασίζει να εκδώσει το πρώτο του βιβλίο; Είναι ας πούμε σαν να βγάζεις τα προσωπικά σου στη φόρα, τις βαθύτερες σκέψεις σου, τις ευαισθησίες σου, τα βιώματά σου, τις αναμνήσεις σου. Iδιαίτερα όταν αυτό που έχεις γράψει κινείται μεταξύ μυθοπλασίας και βιωμάτων. Με άλλα λόγια, πρέπει καταρχάς να έχεις το θάρρος να εκτεθείς. Φυσικά, στη σημερινή εποχή και με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που υπάρχουν, μπορείς να εκτεθείς και χωρίς να γράψεις βιβλίο. Προσωπικά, πιστεύω ότι μέσα από τη δημοσιογραφική μου πορεία και τα χρονογραφήματα που έγραφα είχα ανοίξει από πριν τα χαρτιά μου. Και βέβαια, για να γράψεις κάτι πρέπει να καθίσεις εκεί μπροστά στην οθόνη του κομπιούτερ και να κοπιάσεις αν δεν θέλεις να είναι προχειροδουλειά.

– Ποιο είναι το βασικό κίνητρο για να γράψεις; Δεν ξέρω. Μάλλον είναι μια περίπλοκη εσωτερική διαδικασία. Από μικρός θυμάμαι τον εαυτό μου να γράφει είτε ποίηση είτε μικρά πεζά είτε, αργότερα, χρονογραφήματα. Ίσως είναι ένας διαρκής αγώνας με τον γραπτό λόγο, μια ανάγκη να βάλω στο χαρτί κάποια πράγματα.

– Νιώθεις τον εαυτό σου να διαχωρίζεται σε αφηγητή- πρωταγωνιστή κατά την κατασκευή μιας ιστορίας; Κάποτε συμβαίνει κι αυτό. Όμως, ποτέ δεν θα έγραφα κάτι για το οποίο δεν έχω καθόλου βιώματα. Θα το θεωρούσα ξένο, ψεύτικο. Το ίδιο συμβαίνει και με τη γλώσσα. Δεν θα χρησιμοποιούσα ποτέ μια λέξη που δεν την έχω βιώσει, που δεν μου είναι οικεία, απλά και μόνο για να κάνει γδούπο. Ο αναγνώστης καταλαβαίνει ή έστω υποψιάζεται πότε του πουλάς φούμαρα και δηθενιές. Προτιμώ λοιπόν τις απλές καθημερινές ιστορίες και είμαι κι εγώ κάπου εκεί μέσα, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Δεν είμαι κάπου ψηλά σε κάποια έδρα να το παίζω δάσκαλος και κριτής. Οι «ήρωες» μου είναι ένα παζλ από κομμάτια ανθρώπων που συνάντησα στη ζωή μου. Κάποιους μπορεί να τους είδα από μακριά. Κάποιους άλλους μπορεί να τους έφτιαξα στο μυαλό μου. Όπως γράφω σ’ ένα από τα διηγήματά μου, οι φίλοι μου είναι «μισές φωτογραφίες και πρόσωπα σε σκιές ηλεκτρικών λαμπτήρων». Άλλα φωτίζονται λιγότερο, άλλα περισσότερο. Ποτέ όμως με άπλετο, ατσαλάκωτο φως. Οι βιομετρικές φωτογραφίες είναι καλές μόνο για τις ταυτότητες.

– Γιατί αρέσει στους ανθρώπους να αφηγούνται; Αυτό είναι μάλλον όπως παλιά που οι νοικοκυρές, όταν μαγείρευαν ένα ωραίο φαΐ, έπαιρναν κι ένα πιάτο στη γειτόνισσα. Ήθελαν να γίνουν κι οι άλλοι κοινωνοί σ’ αυτό. Κάπως έτσι έφαγα τους καλύτερους λαχανοντολμάδες της ζωής μου από μια Μικρασιάτισσα γειτόνισσα, την κυρα- Λένη (γέλιο). Μαζί με τους λαχανοντολμάδες μοιράζονταν και 5-10 κουβέντες. Προσωπικά είμαι κάπως μαζεμένος στις αφηγήσεις. Δεν θα έγραφα ποτέ ένα βιβλίο 300- 400 σελίδων απλά και μόνο λόγω αφηγηματικής άνεσης. Ο τρόπος μου είναι να γράφω είκοσι λέξεις και μετά ν’ αφαιρώ τις δέκα και μετά ν’ αλλάζω τις πέντε, μέχρι να το φέρω εκεί που θέλω. Προφανώς, αυτός είναι κι ο λόγος που καταπιάστηκα με το διήγημα κι όχι με το μυθιστόρημα. Το διήγημα θέλει αφαίρεση, όχι περίληψη, θέλει επιλογή. Είναι ένας προβολέας που τον ανάβεις και φέγγει ξαφνικά σε κάποιο σημείο της νύχτας.

– Τι μένει στο τέλος «ν’ αναπολεί κανείς από τη ζωή»; Είναι ένα ερώτημα που θέτω σ’ ένα από τα διηγήματα. «Τι μένει στο τέλος να αναπολείς από τη ζωή, αν δε σου φάει λάχανο τη φαιά ουσία η γεροντική άνοια;» Δεν θέλω να ακουστεί ηδονιστικό, ούτως ή άλλως ο καθένας έχει τους δικούς του κώδικες, τη δική του ταξινόμηση. Γενικά, όμως, αυτό που μένει ως αναπόληση είναι κάποιες όμορφες στιγμές. «Κάποιες στιγμές σαν συλλογή σπάνιων πεταλούδων, που έζησες το θαύμα, που περπάτησες επί των υδάτων, των ηδονών και των απολαύσεων… Κάποιες στιγμές, όλες μαζί μερικές ώρες, το πολύ… Κάποια τετραγωνάκια στον δίσκο της μνήμης κι εσύ να πηδάς από τετραγωνάκι σε τετραγωνάκι όπως εκείνο το παιδικό παιγνίδι το κουτσό. Κι ο χρόνος να τα έχει ομορφύνει ακόμη περισσότερο, να τα έχει απογειώσει σε σύννεφα καπνού, να τα έχει εξιδανικεύσει… Ακόμη κι εκείνα που έμειναν μετέωρα, ανεκπλήρωτα, από ατολμία ή παρεξήγηση της στιγμής. Ακόμη κι εκείνα έχουν τη γλύκα τους». 

 

* Το βιβλίο του Χρήστου Χαλικιόπουλου «Κάτι απ’ αυτούς» παρουσιάζεται την Πέμπτη 16 Ιουνίου στις 7.30μ.μ. στο café «Let them eat cake» στην Πάφο με ομιλητές τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Νεάπολις Γιώργο Γεωργή και τον αρχιτέκτονα Ζήνωνα Σιερεπεκλή. Συντονίζει ο δημοσιογράφος Γιάννης Άνθης και διαβάζει η ηθοποιός Φιλονίλα Αμαλία Χριστοφόρου, 96375185