Το Ανώτατο Δικαστήριο αύξησε ποινή φυλάκισης έξι μηνών σε δύο χρόνια σε υπόθεση σεξουαλικής κακοποίησης 11χρονης με περιορισμένες διανοητικές δυνατότητες. Ενώπιον του Εφετείου προσέφυγε ο Γενικός Εισαγγελέας, κρίνοντας ως έκδηλα ανεπαρκή την ποινή που επιβλήθηκε στον δράστη από το πρωτόδικο δικαστήριο.

Σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης ο δράστης ήταν 46 ετών κατά τον επίδικο χρόνο και ήταν γείτονας και φίλος με την οικογένεια της ανήλικης παραπονούμενης, που ήταν τότε 11 ετών, μαθήτρια της Στ’ Δημοτικού και παιδί με περιορισμένες διανοητικές δυνατότητες. Ο πατέρας της ανήλικης βρισκόταν στη φυλακή και αυτή ζούσε με τη μητέρα της.

Περί τα τέλη Ιουλίου 2017, γύρω στα μεσάνυχτα, ο άνδρας χτύπησε την πόρτα του σπιτιού της ανήλικης και αυτή του άνοιξε, ενώ η μητέρα της κοιμόταν στον πάνω όροφο. Ο 46χρονος επιτέθηκε σεξουαλικά στην ανήλικη, η οποία αντιδρούσε, αλλά αυτός συνέχιζε. Τελικώς η μικρή ξύπνησε τη μητέρα της, η οποία κατέβηκε κάτω και έδιωξε τον 46χρονο.

Τα παραπάνω γεγονότα διαπιστώθηκαν μετά από ακρόαση, αφού ο 46χρονος δεν παραδέχθηκε τις δύο κατηγορίες που αντιμετώπιζε, ήτοι σεξουαλική κακοποίηση παιδιού και άσεμνη επίθεση εναντίον γυναίκας. Παρά το ότι πρόκειται για κακουργήματα, η υπόθεση καταχωρίστηκε ενώπιον Επαρχιακού Δικαστηρίου, το οποίο επέβαλε ποινή άμεσης φυλάκισης έξι μηνών στην 1η κατηγορία, ενώ στη 2η κατηγορία δεν επέβαλε ποινή.

Το πρωτόδικο δικαστήριο έλαβε προς τούτο υπόψη το λευκό ποινικό μητρώο του 46χρονου, τις οικογενειακές περιστάσεις του και το γεγονός ότι η ποινή επιβλήθηκε με καθυστέρηση τεσσάρων και πλέον ετών. Ειδικότερα σε σχέση με τις προσωπικές περιστάσεις έλαβε υπόψη ότι η υπέργηρη μητέρα του έχει την ανάγκη της φροντίδας του λόγω ηλικίας και σοβαρών προβλημάτων υγείας.

Σε ό,τι αφορά τις περιστάσεις του αδικήματος το δικαστήριο έλαβε υπόψη ότι επρόκειτο για μεμονωμένο περιστατικό, χωρίς προσχεδιασμό, «για αδίκημα που ασκήθηκε χωρίς σφοδρότητα και παρατεταμένη πίεση, με περιορισμένη έκταση» και ενόσω η ανήλικη και ο 46χρονος έφεραν τα ρούχα τους.

Θέση του Γενικού Εισαγγελέα ήταν ότι η ποινή δεν αντανακλά τη σοβαρότητα του αδικήματος, ούτε εκπληρώνει την ανάγκη για αποτροπή. Αντ’ αυτού, ανέφερε ο Γενικός Εισαγγελέας, δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στους μετριαστικούς παράγοντες, με αποτέλεσμα η ποινή να είναι έκδηλα ανεπαρκής.

Το Ανώτατο Δικαστήριο κρίνει ότι στην προκειμένη περίπτωση η ποινή ήταν όντως έκδηλα ανεπαρκής. «Η σοβαρότητα του αδικήματος διαφαίνεται τόσο από την προβλεπόμενη από το Νόμο ποινή, όσο και από τη μεγάλη κοινωνική απαξία που χαρακτηρίζει αυτής της φύσεως τα αδικήματα, ιδιαίτερα όταν τα θύματα είναι ανήλικα άτομα. Τέτοια αδικήματα έχουν δυστυχώς καταστεί δεσπόζοντα, με αποτέλεσμα να καθίσταται έτι περαιτέρω αναγκαία η επιβολή αυστηρών ποινών για σκοπούς αποτροπής», αναφέρει το Ανώτατο.

Στο σκεπτικό της απόφασής του το Ανώτατο Δικαστήριο σημειώνει ότι θύμα ήταν ένα παιδί Δημοτικού, μόλις 11 χρόνων, με περιορισμένες διανοητικές δυνατότητες και χωρίς την παρουσία του πατέρα. «Σε ένα τέτοιο παιδί επιτέθηκε σεξουαλικά ο 46χρονος, μέσα στο ίδιο του το σπίτι, το οικογενειακό του άσυλο, στο οποίο εισήλθε μετά τα μεσάνυχτα. Χωρίς να σεβαστεί τη φιλία που τον συνέδεε με την οικογένεια του παιδιού, δεν έλαβε υπόψη του ούτε την ηλικία του, ούτε τη διανοητική του κατάσταση, ούτε την ελλιπή προστασία που είχε. Αντίθετα επιχείρησε να εκμεταλλευτεί τους παράγοντες αυτούς», αναφέρει το Ανώτατο και προσθέτει: «Πέραν τούτου, ναι μεν δεν προχώρησε περαιτέρω, αλλά από την άλλη είναι γεγονός ότι αυτός δεν σταμάτησε όταν η μικρή τον απέτρεψε και όταν προσπαθούσε με τα χέρια της να τον σταματήσει. Σταμάτησε μόνο όταν η μικρή σηκώθηκε και ξύπνησε τη μητέρα της».

«Ήταν μεν μεμονωμένο περιστατικό, αλλά τούτο δεν δικαιολογούσε μια τόσο επιεική μεταχείριση, έστω και αν επρόκειτο για άσεμνη επίθεση «πάνω από τα ρούχα». Επιπρόσθετα, θα έπρεπε να είχε δοθεί μεγαλύτερη σημασία στον επιβαρυντικό παράγοντα της μεγάλης διαφοράς ηλικίας μεταξύ του θύματος και του δράστη, στοιχείο που όχι μόνο προσδίδει σοβαρότητα, αλλά προκαλεί και αποστροφή», τονίζει το Ανώτατο Δικαστήριο.

Καταλήγοντας το Ανώτατο Δικαστήριο εξηγεί ότι οι προσωπικές περιστάσεις και η εξατομίκευση της ποινής δεν μπορούν να εξουδετερώσουν τον σκοπό της ποινής όταν κρίνεται αναγκαία η επιβολή αποτρεπτικής ποινής, όπως στην παρούσα υπόθεση. Σημειώνει επίσης ότι ο ίδιος ο δράστης με το να υποβάλει το παιδί στη δοκιμασία της ακροαματικής διαδικασίας περιόρισε τα περιθώρια επιείκειας, που θα μπορούσε να του είχε επιδειχθεί εάν εξέφραζε έμπρακτη μεταμέλεια και ζητούσε συγνώμη από το δικαστήριο, αλλά και από το ίδιο το παιδί. Υπογραμμίζοντας τέλος την έντονη ανάγκη αποτροπής, εφόσον αυτής της φύσεως τα αδικήματα κατέστησαν μάστιγα, η ποινή των έξι μηνών φυλάκισης αυξάνεται σε ποινή φυλάκισης δύο ετών.