«Salema revisited» σε χορογραφία Αντώνη Φωνιαδάκη. 

Υπάρχουν παραστάσεις που τις απολαμβάνεις με το μυαλό. Σε ταξιδεύει η συναρπαστική αφήγηση, τα υψηλά νοήματα, η υπαρξιακή επιτακτικότητα, η τεχνική ιδιοφυία. Υπάρχουν άλλες που σου χαϊδεύουν τα μάτια, την καρδιά και κουμπώνουν με το γούστο σου, ή σε κερδίζουν με τον ρυθμό, τις εικόνες, τους ήχους. Και υπάρχουν κι αυτές που τις «βλέπεις» με το στομάχι. Το βίωμα είναι καθαρά σπλαχνικό, προσπερνά επιδέξια το μυαλό και την καρδιά, τη νόηση και το συναίσθημα, για να φωλιάσει πρώτιστα στο σώμα. Κάτι πιο κρεατένιο από το ένστικτο, σαν προαίσθημα που σαρκώνεται κι επιβεβαιώνεται – τη στιγμή που επιβεβαιώνεται. Ή σαν συσσωρευμένος θυμός, αγανάκτηση, μανία, που επιτέλους ξεχειλίζει την ώρα ενός υπερβατικού συντονισμού του σκηνοβάτη με τον θεάμονα.

Ειδικότερα όταν μιλάμε για μια παράσταση χορού, που είναι εκ φύσεως μια αφαιρετική τέχνη, το να πετύχει ό,τι πιο κοντινό σ’ αυτή τη σαρκική εμπειρία, να κάνει το δρώμενο να πεταλουδίζει στη στομαχική κοιλότητα του αφοπλισμένου θεατή, είναι το απόλυτο ζητούμενο για τον δημιουργό. Το να το ευοδώσεις αυτό χωρίς τη συνδρομή της μουσικής -της πιο αφαιρετικής και γι’ αυτό ίσως της ανώτερης εκ των τεχνών- είναι σχεδόν αδύνατο. Και στην παράσταση του Αντώνη Φωνιαδάκη «Salema revisited» η μουσική παίζει κυρίαρχο ρόλο. Την επιμελήθηκαν δύο εκ των πέντε δεξιοτεχνών που βρίσκονταν επί σκηνής, ο Πάρις Περυσινάκης κι ο Γιώργος Σκορδαλός, με διασκευασμένα παραδοσιακά κομμάτια της Κρήτης αλλά και πρωτότυπα του Περυσινάκη. Η μελετημένη κίνηση όμως στην πρόταση αυτή δεν συναντά απλώς τη μουσική. Ταυτίζεται μαζί της όπως το νερό και το χώμα, γίνονται λάσπη θεϊκή. Όπως ταυτίζεται επίσης το παραδοσιακό με το σύγχρονο με μια σχεδόν υπεραισθητή αρμονία.

Η συνομιλία αυτή της σκληροπυρηνικής παράδοσης με το ακάθεκτο κι επιτακτικό Τώρα, με σεβασμό αλλά και με αποδομητική διάθεση, βρίσκεται στον πυρήνα της παράστασης αυτής. Μια συνομιλία με στόχο να ωφελήσει και τις δύο πλευρές. Δεν είναι εύκολη υπόθεση, κάθε άλλο. Οι πλείστες μάλιστα απόπειρες αποδόμησης και «επανεπικαιροποίησης» της φύσει και χρόνω στερράς παράδοσης έχουν στο παρελθόν ταλαιπωρήσει αμέτρητες φορές τα μάτια, τ’ αυτιά και την αισθητική μας. Ή στην καλύτερη περίπτωση περνούν χωρίς να αγγίζουν κάτι περισσότερο από τα όρια του κιτς και του κακόγουστου φολκλόρ.

Αυτό που βιώσαμε στην Κύπρο το σαββατοκύριακο 9 και 10 Οκτωβρίου στο πλαίσιο του Διεθνούς Φεστιβάλ Κύπρια, ήταν οπωσδήποτε κάτι εντελώς διαφορετικό. Μια σπάνια εμπειρία, καθόλα βιωματική, που απενοχοποιεί συζευκτικά αυτό το παράταιρο συναπάντημα. Έτσι κι αλλιώς η παράδοση δεν αλλοιώνεται. Το θρασύ σύγχρονο είναι συνήθως αυτό που τρώει τα μούτρα του. Όμως, η δημιουργική τόλμη του χορογράφου εδώ δεν τραντάζει τη μελισσοφωλιά της πολύτιμης κληρονομιάς της φορτισμένης πατρίδας του, της Κρήτης, για να τη διαταράξει. Επιζητεί απλώς να τρυγήσει τα τζοβαΐρια της προς όφελος του νέου, να αναδεύσει µνήµες και συναισθήματα, εικόνες και συνειρμούς με όχημα έναν παιγνιώδη συνδετήριο στρόβιλο. Και να βρει την ισορροπία ανάμεσα στο πληθωρικό και το αφηρημένο, το παντοτινό και το στιγμιαίο.

Η παράσταση έκανε την άτυπη παγκόσμια πρεμιέρα της στην Κύπρο- παρόλο που δυσκολεύμαι να κατανοήσω γιατί θεωρείται άτυπη και γιατί θα είναι πιο επίσημη αυτή που δόθηκε μια εβδομάδα αργότερα, το τρέχον σαββατοκύριακο, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Το σίγουρο είναι ότι αυτό που παρακολουθήσαμε ενεοί στη Λευκωσία ήταν μια ολοκληρωμένη πρόταση. Εν πάση περιπτώσει, είναι κι η συνεχώς εξελισσόμενη φύση της παραγωγής τέτοια που κατά μία έννοια κάθε παρουσίαση είναι μια «παγκόσμια πρεμιέρα». Ο δημιουργός δεν κρύβει ότι η πρότασή του επιδέχεται συνεχώς παρεμβάσεων και αλλαγών από τη μια παράσταση στην άλλη. Αυτό συνέβη και στην Κύπρο, με την καθοριστικότερη εξ αυτών να αφορά την εκ των έσω κάλυψη, την Κυριακή, της υποχρεωτικής απουσίας μιας εκ των χορευτριών λόγω τραυματισμού.

Δεν αισθάνομαι καθόλου άτυχος που «έπεσα» πάνω στην εν λόγω παράσταση, άλλωστε δεν το συνειδητοποίησα καν, το έμαθα εκ των υστέρων. Η στομαχική σύνδεση που λέγαμε στην αρχή επετεύχθη κι έτσι, αποδεικνύοντας ότι πρόκειται για το πόνημα ενός καλά εξασκημένου και προετοιμασμένου συνόλου που λειτουργεί ως ενιαίο σώμα, σαν εύπλαστο ζυμάρι που διαμορφώνεται μέσα από αποκρυπτογραφημένους μουσικούς και κινησιολογικούς κώδικες. Αλλά το μεγάλο επίτευγμα είναι ο τρόπος που η τόσο νεανική ομάδα κάνει τους θεατές να λειτουργούν ως ενιαίο σύνολο. Ήταν από τις σπάνιες φορές που ένιωσα ψηφίδα ενός πλήθους με δική του βούληση. Που από το μια βιαζόταν να αποθεώσει με χειροκροτήματα και επευφημίες τους ερμηνευτές και τους βιρτουόζους μουσικούς κι από την άλλη επιθυμούσε να παρατείνει το δρώμενο όσο το δυνατόν περισσότερο. Ένιωθες ταυτόχρονα άδειος και γεμάτος, πεινασμένος και χορτάτος. Κι ήξερες ότι κι ο διπλανός σου αισθάνεται το ίδιο.

Αυτή η τόσο εμπεριστατωμένη κινησιολογική, μουσική και λαογραφική παράφραση δεν θα ήταν τόσο εύφορη αν οι εμπνευστές της δεν ήταν κρητικοί. Δεν είναι μόνο η βαθιά γνώση, ούτε καν η βιωματική σχέση. Είναι μια σχεδόν γονιδιακή σύνδεση με τη φύση, την ιστορία και τους ανθρώπους, ο απόηχος της οποίας χάνεται στα βάθη των αιώνων. Ο Αντώνης Φωνιαδάκης επισημαίνει το γλυκόπικρο αίσθημα της επιστροφής στην αλλαγμένη πια πατρίδα με την παράλληλη επιταγή της φυγής. Της φυγής όλων μας από μια πνιγηρή πραγματικότητα, αλλά κι από την καταπίεση μιας κλειστής κοινωνίας της ελληνικής επαρχίας. Είναι μια αυτοβιογραφική ανάγνωση, μια πάλη με τον χρόνο, μια πρόσφυση με αρχαίους παλμούς, στη σαφή νοητή γραμμή που συνδέει το προσωπικό με το συλλογικό και το οικουμενικό.

Φιλελεύθερα, 17.10.2021