Δυο τράπεζες, Τράπεζα Κύπρου και Ελληνική συγκεντρώνουν τα μεγαλύτερα μερίδια αγοράς και έχουν διαφοροποιήσει τον τραπεζικό χάρτη όπως τον γνωρίζαμε πριν οκτώ χρόνια. Μετά το κλείσιμο της Λαϊκής Τράπεζας το 2013 και το λουκέτο του Συνεργατισμού το 2018 σημειώθηκαν μεγάλες αλλαγές, με την Ελληνική και την Τράπεζα  Κύπρου να είναι οι μόνοι μεγάλοι παίκτες στην αγορά ενώ οι υπόλοιπες τράπεζες ακολουθούν με μεγάλη απόσταση σε ότι αφορά τα μεγέθη, αν και οι μικρές τράπεζες  διαθέτουν ισχυρά κεφάλαια και έχουν θετικά αποτελέσματα τα τελευταία χρόνια.

Πριν το 2013 ο ανταγωνισμός ήταν έντονος τόσο στα προϊόντα δανείων όσο και στα επιτόκια καταθέσεων μεταξύ των τραπεζών, Τράπεζας Κύπρου, Λαϊκής και Ελληνικής Τράπεζας και γινόταν ακόμη πιο έντονος με την συμβολή των συνεργατικών πιστωτικών ιδρυμάτων.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Συμφωνία 10 σημείων για την εύρυθμη λειτουργία της τραπεζικής αγοράς

Από τα οικονομικά στοιχεία που ανακοινώνουν οι τράπεζες, φαίνεται ότι η  Τράπεζα Κύπρου  και η  Ελληνική  έχουν την μεγαλύτερη πλεονάζουσα ρευστότητα.

Η Τράπεζα Κύπρου έχει στο χαρτοφυλάκιο της καταθέσεις €16,5 δισ. κατέχει μερίδιο 34,29% και η Ελληνική με  καταθέσεις πελατών €14,2 δισ. έχει  μερίδιο 29,41%. Το μερίδιο της RCB στις καταθέσεις ανέρχεται στο 5,71%, της Astrobank στο 4,37% και της Alpha Bank στο 4,36% και της Eurobank Cyprus 11,75%. Σχετικά με τα δάνεια, Τράπεζα Κύπρου και Ελληνική ελέγχουν το 55,72% της αγοράς και οι διοικήσεις των δυο τραπεζών καταβάλλουν προσπάθειες απομόχλευσης των ισολογισμών τους ενώ σημαντικό μερίδιο 11% κατέχει και η RCB Bank.

Σε σχέση με τους κεφαλαιακές δείκτες, οι τράπεζες τα πάνε καλά υπερβαίνοντας τους εποπτικούς στόχους. Ο δείκτης ιδίων κεφαλαίων της κατηγορίας 1 για την Τράπεζας Κύπρου βρίσκεται στο 15,2% από 14,8% το 2019 και της Ελληνικής στο 20%. Ψηλό δείκτη έχει και η Eurobank (26,2%), η RCB (21,1%), η Εθνική Κύπρου (35,6%) και ο ΟΧΣ (27,3%) , η Ancoria (18,8%), Astrobank (15%).

Αυστηρό πλαίσιο

Την ίδια ώρα οι τράπεζες λειτουργούν κάτω από ένα αυστηρό εποπτικό πλαίσιο το οποίο συνεχώς μεταβάλλεται. Η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα τονίζουν τη σημασία της έγκαιρης και πιστής εφαρμογής των εκκρεμουσών μεταρρυθμίσεων της Βασιλείας ΙΙΙ στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Σε σχετική τους επιστολή, αναφέρεται ότι αυτό είναι απαραίτητο για να διασφαλιστεί ότι οι τράπεζες μπορούν να αντέξουν μελλοντικές κρίσεις και είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την καλή λειτουργία των ευρωπαϊκών και παγκόσμιων χρηματοπιστωτικών συστημάτων.

«Αναγνωρίζουμε ότι η πανδημία του COVID-19 δημιούργησε την ανάγκη για έκτακτα μέτρα. Η ΕΑΤ και η ΕΚΤ υποστήριξαν την απόφαση της Επιτροπής της Βασιλείας να καθυστερήσει την ημερομηνία εφαρμογής των τελικών μεταρρυθμίσεων της Βασιλείας ΙΙΙ κατά ένα έτος έως το 2023. Ωστόσο, αυτές οι μεταρρυθμίσεις παραμένουν κρίσιμες για την αντιμετώπιση των ελλείψεων στο υπάρχον πλαίσιο», τονίζεται. Οποιαδήποτε πρόσθετη αναβολή στην εφαρμογή τους στην ΕΕ θα ήταν εις βάρος του ευρωπαϊκού δημόσιου συμφέροντος, επισημαίνεται. Υπενθυμίζεται ότι στις 30 Νοεμβρίου 2020, η Ομάδα Διοικητών Κεντρικής Τράπεζας και Προϊσταμένων, επανέλαβε ομόφωνα την προσδοκία της για την πλήρη, έγκαιρη και συνεπή εφαρμογή όλων των πτυχών του πλαισίου της Βασιλείας ΙΙΙ.

«Είναι υψίστης σημασίας η ΕΕ να συνεχίσει να τηρεί τη δέσμευσή της για διεθνή χρηματοοικονομικά πρότυπα και συνεργασία. Κατά την άποψή μας, αυτό είναι απαραίτητο για τη διατήρηση της αξιοπιστίας και εμπιστοσύνης στις ευρωπαϊκές τράπεζες», τονίζεται. Συνεπώς, επισημαίνεται, είναι ζωτικής σημασίας να αποφευχθούν προσεγγίσεις που θα ήταν ασυνεπείς με αυτές τις διεθνείς συμφωνίες και, επιπλέον, θα αφήνουν ελλείψεις στο υπάρχον πλαίσιο που αφορούν συγκεκριμένους κινδύνους χωρίς αντιμετώπιση.