Διαχρονικά κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση έχουν επιδείξει ασύγγνωστη ανευθυνότητα. Αυτή η ανευθυνότητα, αν και αφελώς συνδέεται, στην πραγματικότητα δεν πηγάζει από δογματισμούς και ιδεοληψίες. Δεν έφταιξαν σε καμία περίπτωση (ανεξαρτήτως του εάν συμφωνούμε η διαφωνούμε με ιδεολογίες) ούτε κουμμουνιστικές, ούτε σοσιαλιστικές, ούτε φιλελεύθερες αντιλήψεις. Η ανευθυνότητα έγινε πράξη, έγινε βίωμα διότι βόλευε τους πάντες, από την άκρα δεξιά έως την άκρα αριστερά, στο να μη διαταράσσουν ένα status quo διαφθοράς, κρατισμού, κομματισμού και λαϊκισμού. Την ώρα που άλλες πιεζόμενες χώρες διαμορφώνουν μέτωπα συναίνεσης απέναντι σε εθνικές, οικονομικές και κοινωνικές κρίσεις, το κομματικό μας σύστημα δείχνει τη φτώχεια και τη γύμνια του. Η κοινή γνώμη στην πλειοψηφία της, παρά την οργή της κατά πάντων, είναι φανερό ότι αναζητεί απεγνωσμένα λίγη υπευθυνότητα, λίγη αυθεντικότητα. Όμως ο καταφανών λαϊκισμός παραμένει επικίνδυνος αντίπαλος, κυρίως για τον τόπο, διότι συσσωρεύει πολιτικά καρκινώματα. Η παντελής αναξιοκρατία, σε συνάρτηση με την ατιμωρησία, ειδικότερα των εκλεγμένων αρχόντων αυτού του τόπου, συναποτελούν τις μεγαλύτερες πληγές που διαιωνίζουν με τη σειρά τους την ανομία και την ασυδοσία. 

Τις τελευταίες δεκαετίες οι κυβερνήσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας, σταδιακά και βαθμιαία, έπαψαν να επιβραβεύουν το δίκαιο και αντιστοίχως έπαψαν να τιμωρούν τη διαπλοκή και τη διαφθορά. Όσοι ακολουθούν το μονοπάτι της ανομίας, παραμένουν εντελώς ατιμώρητοι, ενώ στον αντίποδα, οι λίγοι εκείνοι που μένουν πιστοί σε ένα κράτος δικαίου στιγματίζονται ως γραφικοί και λοιδορούνται. Φαίνεται ότι η διάκριση μεταξύ του καλού και του κακού, στις μέρες μας, καθίσταται πλέον αδύνατη, εφόσον ο διαρκής εθισμός στην αναξιοκρατία σε συνδυασμό με την απόλυτη ατιμωρησία, συγχέει τις δυο αυτές σημαντικότατες έννοιες.

Υπό αυτές τις συνθήκες, λοιπόν, το δικαίωμα της «κομματικής ανυπακοής» αποτελεί ίσως την ουσιαστικότερη άμυνα των πολιτών απέναντι στην αυθαίρετη και τυραννική εξουσία του κυβερνώντος κόμματος αλλά και των υπολοίπων κομμάτων εξουσίας, τα οποία ως κυπριακή κοινωνία, βιώνουμε καθημερινά. Δικαιολογείται άραγε η «κομματική ανυπακοή» μπροστά στα αδιέξοδα που μας έχουν οδηγήσει; Η άμεση απάντηση στο εν λόγω ερώτημα προκύπτει αυτόματα από την ατιμωρησία που απολαμβάνουν οι εκλελεγμένοι εκπρόσωποι του λαού και οι αυλικοί τους, οι οποίοι λόγω ιδίας φαυλότητας και ανικανότητας, βύθισαν και εξακολουθούν να βυθίζουν τη χώρα στο τέλμα. Αποτελεί συνεπώς η «κομματική ανυπακοή» την κατάλληλη απάντηση από τον κομματικοποιημένο Κύπριο πολίτη, αλλιώς «μαντρισμένο αρνί», όπως συνήθισαν (ή τους δώσαμε το δικαίωμα) να μας αποκαλούν; Αν και μας κάνουν να πιστεύουμε ότι η απάντηση εδώ είναι πιο σύνθετη, τα πράγματα είναι πολύ απλά! Η ανυπακοή είναι και ηθικό και πολιτικό μας δικαίωμα, αλλά πρωτίστως αποτελεί καθήκον επιβεβλημένο από την ιστορία και την ίδια μας την προοπτική. Η συνειδητή παρακοή στα κομματικά κελεύσματα είναι σοβαρή υπόθεση, γιατί ακριβώς αγγίζει τη ρίζα του κομματικού κατεστημένου, αμφισβητώντας τόσο την ευθυκρισία των κομματικών ηγεσιών, όσο και τα υποκινούμενα κίνητρα των «κομματικής κοπής» αποφάσεων και κατευθύνσεων, που έχουν επιπτώσεις στην ανάπτυξη της κοινωνίας και στις ζωές ημών των πολιτών.

Η «κομματική ανυπακοή», λοιπόν, ενέχει κινδύνους και υπερβάσεις, όπως π.χ. η απομόνωση (κομματική και όχι μόνο), οι λεγόμενες «κομματικές κυρώσεις», η τιμωρία, η αποβολή, ή ακόμη και η δική μας ανεξαργύρωτη «κομματικής υποχρέωσης» για την εξυπηρέτηση αυτονόητων και πληρωμένων φορολογικά δικαιωμάτων, τα οποία οφείλαμε να είχαμε ούτως ή άλλως ως πολίτες, αν το πνεύμα της αξιοκρατίας κατάφερνε να επιβληθεί της κομματικής φαυλότητας. Ο καθένας από εμάς θα πρέπει να κρίνει από μόνος του αν θα ακολουθήσει το δρόμο της κομματική ανυπακοής, αφουγκραζόμενος το κάλεσμα της πατριωτικής και κοινωνικής του συνείδησης αποσιωπώντας την υποτακτική κομματική του συνείδηση. Εφόσον έκαστος εξ ημών αποφασίσει, το ηθικό δίκαιο βρίσκεται με το μέρος του, αφού έτσι και αλλιώς για την ψήφο μας λογοδοτούμε μόνο στην συνείδηση μας.

Η «κομματική ανυπακοή» άφορα, λοιπόν, τη δυνατότητα των πολιτών να απειθαρχούν σε επιταγές της κομματικής εξουσίας, στηριζόμενοι σε πολιτικά επιχειρήματα, με σκοπό την αλλαγή των νοοτροπιών ή και ακόμη των ίδιων των δομών της εξουσίας, οι οποίες μέχρι στιγμής χειραγωγούνται από τις τετριμμένες νοοτροπίες του συστήματος. Ο καθοριστικός παράγοντας που δικαιολογεί αυτή τη στάση είναι η απώλεια νομιμοποίησης της εξουσίας, που φαίνεται ότι κινείται σε πλήρη αντιδιαστολή με το κοινωνικό συλλογικό συμφέρον.

Κλείνοντας, θα προσπαθήσω να προσδιορίσω την «κομματική ανυπακοή» ως την επιβεβλημένη ρήξη στα κρίσιμα διλήμματα με τις ανήθικα θεσπισμένες εξουσίες. Όλοι εκείνοι που συνειδητά επιλέγουν να πολιτεύονται πρέπει να το πράττουν με μοναδικό εφαλτήριό πάντοτε το μηδενικό ποσοστό, χωρίς να οικειοποιούνται και να καταχρώνται την ψήφο του οποιουδήποτε ελεύθερα σκεπτόμενου πολίτη, θεωρώντας την κομματικά εγκλωβισμένη. Μόνο σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο, με ταπεινότητα και σεβασμό, μπορεί έκαστος πολιτικός παράγοντας να αντικρίζει όλους τους πολίτες, ελεύθερους και συνειδητοποιημένους, οι οποίοι είναι έτοιμοι να κρίνουν και να αποφασίσουν αχειραγώγητα, απελευθερωμένοι από τα βαρίδια του κομματισμού, με κίνητρα ηθικά, κοινωνικά και πολιτικά και κατ’ ουδένα λόγο κομματικά. Καλή ψήφο λοιπόν για να αλλάξουμε κάτι επιτέλους!

* Υποψήφιος βουλευτής Πάφου, ΕΔΕΚ-ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΥΜΜΑΧΙΑ