Με την επισήμανση ότι δεν υφίσταται υποχρέωση συνέχισης της καταβολής διατροφής σε ενήλικο τέκνο, αν τα εισοδήματα του γονέα δεν επιτρέπουν κάτι τέτοιο, το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου για μη υποχρέωση πατέρα να συνεισφέρει στην τριτοβάθμια εκπαίδευση της ενήλικης θυγατέρας του. Η εφεσείουσα είχε αξιώσει την έκδοση διατάγματος που θα υποχρέωνε τον εφεσίβλητο να καταβάλλει το ποσό των €1.000 μηνιαίως για τη συντήρηση, μόρφωση και διατροφή της, προκειμένου να καταστεί δυνατή η φοίτησή της σε τετραετές πρόγραμμα σπουδών στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του ασχολήθηκε με την οικονομική κατάσταση του εφεσίβλητου και αξιολογώντας την ενώπιον του μαρτυρία διαπίστωσε ότι οι ισχυρισμοί της εφεσείουσας περί οικονομικής ευρωστίας του εφεσίβλητου υπήρξαν γενικοί και αόριστοι. Ως εκ τούτου αποδέχθηκε τη θέση του εφεσίβλητου, αλλά και του πατέρα του, περί οικονομικών δυσκολιών, συνεπεία της οικονομικής κατάρρευσης της οικογενειακής επιχείρησης. Κατέληξε δε ότι ο εφεσίβλητος δεν είχε την οικονομική δυνατότητα, ώστε να διαταχθεί να προβεί σε συνεισφορά για τις σπουδές της εφεσείουσας.

Η εφεσείουσα αμφισβήτησε την απορριπτική πρωτόδικη απόφαση με πέντε λόγους έφεσης εκ των οποίων οι τέσσερις πρώτοι βάλλουν κυρίως κατά της αξιολόγησης της μαρτυρίας και συναφώς κατά των διαπιστώσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ενώ ο πέμπτος λόγος έφεσης στρέφεται κατά της διαταγής των εξόδων σε βάρος της εφεσείουσας.

Αξίζει να σημειωθεί ότι με βάση τη νομολογία, στην οποία ανέτρεξε το Ανώτατο Δικαστήριο, αποφασιστικός παράγοντας που λαμβάνεται υπόψη κατά την άσκηση της διακρατικής εξουσίας του δικαστηρίου είναι η οικονομική δυνατότητα του γονέα να παράσχει στο παιδί του τριτοβάθμια εκπαίδευση. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το Ανώτατο Δικαστήριο σημειώνει ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η οικονομική κατάσταση του εφεσίβλητου δεν του επέτρεπε να συνεισφέρει στα έξοδα σπουδών της εφεσείουσας, αποδεχόμενο τη μαρτυρία του ίδιου και του πατέρα του ότι η οικογένεια τους περιήλθε σε δεινή οικονομική θέση μετά την κατάρρευση της επιχείρησής τους. Σημειώνει μάλιστα ότι εξαιτίας αυτής της κατάστασης ο πατέρας από τη λύση του γάμου του διαμένει με τους γονείς του και είναι εγγεγραμμένος άνεργος.

Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν διαπιστώνει οποιοδήποτε σφάλμα στην προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την οικονομική δυνατότητα του εφεσίβλητου για συνεισφορά στη φοίτηση της εφεσείουσας στο Πανεπιστήμιο. Καταλήγοντας, το Ανώτατο Δικαστήριο αναφέρει πως δεν τέθηκε κανένα στοιχείο που να καθιστά την πρωτόδικη απόφαση μεμπτή, ώστε να χρειάζεται η παρέμβαση του Εφετείου.

Σ’ ό,τι αφορά στα έξοδα της έφεσης, λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών της υπόθεσης που σχετίζονται με την προσπάθεια της θυγατέρας του εφεσίβλητου να εξασφαλίσει τα μέσα για την περαιτέρω μόρφωση της, δεν εκδίδεται οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.