«#kazanτί» σε δημιουργία και εκτέλεση της Ομάδας Γιασεμίν.

Η βαβελικών προδιαγραφών ανεμοζάλη μέσα στην οποία βολοδέρνει η έννοια της κυπριακής ταυτότητας αποτέλεσε την αφετηρία για μια ολόφρεσκια πρόταση μιας νεοσύστατης κολεκτίβας που αφήνει πολλές υποσχέσεις για το μέλλον. Το «#kazanτί» -ναι, με το hashtag και και με τη μίξη λατινικών και αγγλικών χαρακτήρων- είναι η πρώτη κατάθεση της ομάδας Γιασεμίν και δημιουργήθηκε εκ του μηδενός, με ακραιφνείς προθέσεις, αγνά και απλά υλικά και πολύ μεράκι.

Ναταλία Παναγιώτου, Άννη Σοφοκλέους και Δέσποινα Χρυσάνθου πρόλαβαν να κάνουν τα αποκαλυπτήρια της ομάδας, αλλά και του καλλιτεχνικού τους στίγματος, τον Δεκέμβριο στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Παραστατικών Τεχνών Buffer Fringe. Η παράσταση επανήλθε την 1η Μαρτίου στον ίδιο χώρο, το Θέατρο Πόλης ΟΠΑΠ, στο πλαίσιο του Nicosia Pop Up Festival κι αυτή τη φορά ένας καλός άνεμος μ’ έσπρωξε προς τα εκεί. Ουσιαστικά χωρίς προσδοκίες, χωρίς ίχνος υποψίας για το τι να περιμένω, αλλά με περιέργεια και ενδιαφέρον για την προοπτική του αγνώστου.  

Η Ομάδα Γιασεμίν δημιουργήθηκε τον Μάρτιο του 2020, δηλαδή ως σχήμα δεν έχει γνωρίσει ακόμη έναν κόσμο χωρίς περιορισμούς λόγω πανδημίας. Διατυμπανίζει ότι παρακινείται από την αγάπη για τις τέχνες κι από μια ακατανίκητη λαχτάρα για κοινωνική αλλαγή, ενώ ξεκίνησε να εργάζεται πάνω στο συγκεκριμένο θεατρικό πρότζεκτ το καλοκαίρι. Παράλληλα, δεν καθόταν στα αυγά της αλλά κατάφερε να κάνει κάποιες κοινωνικοπολιτιστικές παρεμβάσεις μέσω εργαστηρίων με τον Σύνδεσμο για Άτομα με Αυτισμό, την Παγκύπρια Οργάνωση Τυφλών και την Ένωση Κυπρίων Συνταξιούχων, με στόχο να καταστήσει προσβάσιμη την τέχνη σε χώρους όπου θεωρείται και είναι αποκλεισμένη.

Η όλη δράση της είναι από μόνη της μια συμπαγής καλλιτεχνική πρόταση κι εν προκειμένω το #kazanτί μοιάζει να ανταποκρίνεται στις προγραμματικές της εξαγγελίες για μια συνεργασία που βασίζεται στην ανταλλαγή γνώσεων και θάλλει μέσα από το συνταίριασμα διαφόρων μορφών τέχνης, ως όχημα απελευθέρωσης της δημιουργικής διαδικασίας από τις συμβατικές αντιλήψεις. Η παράσταση αξιοποιεί δημιουργικά πραγματικές ιστορίες ανθρώπων της Κύπρου και παράλληλα αυτή την ιλαροτραγική σύγχυση για την οποία κάναμε λόγο στην αρχή. Ο τίτλος αναφέρεται αφενός στη χαρακτηριστική για την Κύπρο πλανόδια μηχανή παιγνίου –το λεγόμενο και «καζίνο των φτωχών». Αφετέρου είναι ένα λογοπαίγνιο με την τουρκική λέξη «kazanmak» -από την οποία προέρχεται και το καζαντί- και σημαίνει την αποκομιδή κέρδους, σε συνδυασμό με την ερωτηματική αντωνυμία «τι». Είναι μια ρητορική περισσότερο απορία για το τι τελικά κερδίζουμε και τι χάνουμε σ’ αυτή την πλάση και ζώντας σ’ αυτή τη χώρα, μια στάθμιση της έννοιας της τύχης.

Σε μια εποχή που δαιμονοποιείται η έννοια της κοινής κυπριακής συνείδησης, αλλά και κάθε υπόνοια για υιοθέτηση οποιασδήποτε ταυτότητας, σε καιρούς πόλωσης αλλά και σύγχυσης, η ομάδα καταθέτει μια καινούρια διακήρυξη. Σ’ ένα περιβάλλον που ο άνθρωπος, όντας ελλιπής και αδύναμος να αρτιωθεί ως οντότητα, δημιουργεί μια αντανάκλαση του εαυτού του για να γεφυρώσει το ρήγμα μεταξύ του είναι και του φαίνεσθαι, η πρόταση αυτή προβαίνει σε μια οιονεί αντιστροφή της μεταφοράς του Έρβινγκ Γκόφμαν για την έννοια της ζωής ως παράσταση. Αντί δηλαδή η καθημερινή ζωή να γίνει μια παραστατικού τύπου επιτέλεση κοινωνικών ρόλων, η παράσταση «ρίχνει το επίπεδό της» και γίνεται μια φέτα ζωής, μια ψηφίδα καθημερινότητας.

Δέσποινα Χρυσάνθου και Άννη Σοφοκλέους υποδύονται τις δύο αδερφές που έχουν κληρονομήσει το καζαντί του παππού τους με την προϋπόθεση να το λειτουργήσουν μαζί, με κρυφό στόχο του κληροδότη αυτό να καταστεί μια διαδικασία διαντίδρασης αλλά και αυτογνωσίας για τις εγγονές του. Η Ναταλία Παναγιώτου ερμηνεύει τους υπόλοιπους ρόλους αλλά παράλληλα κι ένα είδος οικείου αφηγητή- κομφερασιέ- φωνής της λαϊκής συνείδησης. Η γνησιότητα των διαλόγων, που προέκυψε μέσα από μια βιωματική διαδικασία έρευνας, παιχνιδιού, συνεντεύξεων, αυτοσχεδιασμού και διακειμενικής σύνδεσης με την παράδοση και τη σύγχρονη κυπριακή πραγματικότητα, δημιουργούν ένα εύφορο αμάλγαμα σκηνικών κωδίκων.

Χιούμορ, δράμα και αφηγηματική γραμμή παρέπονται μέσα από τον εύστοχο σχολιασμό της κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας. Είναι μια ταυτοτική περφόρμανς κατά την οποία ο θεατής αναλαμβάνει τον ρόλο του «άλλου» αλλά και του «συμπαίκτη». Αυτού που τελικά ταυτίζεται με την αγωνία των ερμηνευτριών- σκηνοθετριών να διερευνήσουν κοινούς διαύλους επικοινωνίας και να αναζητήσουν τα κομμάτια του παζλ της περιζήτητης συλλογικής ταυτότητας.

Φιλελεύθερα, 7.3.21