Χτύπησα τρεις φορές το ποτήρι στο τραπέζι πριν πιω την πρώτη γουλιά ρακή. Αυτό το ‘χουν συνήθειο στην Κρήτη, κι είναι σα να καλείς στην παρέα σου, σε μία ιδιόμορφη σύναξη γλεντιού, πεθαμένους και ζωντανούς «που λείπουν»– ένας Ηρακλιώτης που αγαπώ πολύ μου το έμαθε ένα βράδυ στη γειτονιά της Αθήνας που αποστρέφομαι πιο πολύ απ’ όλες, για ειδικούς λόγους που δεν είναι της παρούσης: Τα Εξάρχεια.

Κάλεσα δυο νεκρούς μου που θα ‘θελα να ‘ταν εδώ και να μου έλυναν μερικά θεματάκια -όχι πολύ σοβαρά, αν σκεφτεί κανείς τις στραβοτιμονιές που κάνει η ίδια η ζωή όταν στη στροφή επάνω αποχαιρετάς ό,τι πριν χαιρόσουνα- και τους αισθανόμουν ήδη σιμά μου. Ο νεαρός σερβιτόρος στο ταβερνάκι της πλατείας Κάνιγγος, με τον Ξυλούρη, τον Καζαντζάκη και τον Ψαραντώνη στους τοίχους το κατάλαβε και μου ‘δειξε την ασπρόμαυρη φωτογραφία του Βενιζέλου: «Να ζούσε τώρα μ’ αυτά που κάνει ο Ερντογάν με την Αγιά Σοφιά…». Υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που πιστεύουν πως «πάλι με χρόνια και καιρούς…». Είναι κι οι προφητείες βέβαια στα πρωτοσέλιδα…Ήγγικεν;

Μερικές φορές μ’ αρέσει να τρώω μόνος μου- όπως σήμερα. Κι όσο μεγαλώνω το προτιμώ- στις πολλές κουβέντες «χάνεται» η πραγματική σημασία των ειπωμένων λέξεων. Υπάρχουν κάποια πράγματα που -ανεξήγητα πώς- ταξινομούνται μέσα στο μυαλό όταν δεν κοινοποιούνται και αφήνονται στο ένστικτο τού ενός να διανεμηθούν όπως πρέπει σε αποφάσεις- συνήθως λόγω ενστίκτου. Οι πολλοί δεν έχουν ποτέ τη λύση τού ενός όταν μπορούν και κοιμούνται καλά τα βράδια παρά το πρόβλημα που περιφέρεται. 

Στις Κεντρικές Φυλακές όπου συνυπάρχουν όλων των ειδών τα καλούπια ακούγονται μερικές από τις πιο σπάνιες αλήθειες. Όπως «τη σκότωσα γιατί την αγαπούσα». Και «σκότωσέ με / είναι η τελευταία χάρη που σου ζητώ» – αντιτιθέμενα φαινομενικά, ίδιας, όμως, κλάσης. Χωρίς μουσική υπόκρουση, αλλά με βεβαιωμένο τον ήχο ενός αντρικού καημού που δεν του επιτρέπεται να στρέψει το φταίξιμο στη γυναίκα- δηλαδή, στο «αδύναμο» μέλος. Σπανίζει πια το «είδος» -δεν συμβαίνει όπως στην «παραγγελιά»- αλλά υφίσταται σαν υπενθύμιση και ως κάτι που έλκεται από ηθική και πόνο- τσουρουφλίζεται ωσάν καιγόμενο, σκέφτηκα. Και ζήτησα δεύτερη κανάτα ρακή. 

Υπάρχουν δολοφονίες που είναι ένα απλό «συμβάν» στο μυαλό του θύτη-  αν τα γεγονότα έμπαιναν στην ίδια σειρά -κυρίως όσα προηγήθηκαν- το αποτέλεσμα θα ήταν το ίδιο. Γιατί υπάρχουν άνθρωποι που προτιμούν την στέρηση της ελευθερίας -του πολυτιμότερου αγαθού- παρά την στέρηση τής συνείδησης. Είναι θέμα οπτικής. Πόνων. Και επιλογής μέλλοντος. Ξέρω, πάντως, πως άνετα θα έμενα μόνος σε ένα δωμάτιο με έναν τέτοιο δολοφόνο παρά με ανθρώπους στους οποίους σπατάλησα χρόνο που δεν μετριέται σήμερα ούτε με ένα λεπτάκι.

Εν κατακλείδι: Ή είσαι ή δεν είσαι large. Ντουμανιάσαμε στις μικρότητες, στους μικρόψυχους, στους σερνάμενους. 

Που λες, καθώς μου έφερνε ο μάγειρας Παντελής τον ντάκο και το πιάτο με τα αυγά και το σταμναγκάθι (πικρό, όπως πρέπει, κι όχι ντεμέκ όπως στα MatserChef σε ανόητες παραλλαγές) μου είπε πως πρώτη φορά περνάει τέτοια κρίση το μαγαζί του- χειρότερη κι απ’ την οικονομική πριν από πέντε χρόνια «γιατί τότε είχε τουλάχιστον τουρίστες και ισορροπούσε η χασούρα». «Τα δελτία λένε άλλα», του είπα. «Τα δελτία τα ‘χουν πάρει χοντρά από τον Πέτσα», μου απάντησε με θυμό. «Το παζάρι “μιλάει” και δεν είναι καλά αυτά που μαρτυρεί. Απ’ τον Οκτώβριο θα ξεκινήσει το μεγάλο πάρτι, τώρα τα πράγματα είναι ακόμη σε αναμονή, σε φάση ελπίδας, αλλά κοντός ψαλμός… Φάε τώρα που μπορούμε». Χτύπησα άλλες δυο φορές το ποτηράκι με τη ρακή στο τραπέζι και επανέλαβα: «Τώρα που μπορούμε!». 

Το σπίτι που μένω ήταν για δυο χρόνια σχολή χορού- ωραίο να μαθαίνεις σάμπα κοιτώντας το λόφο του Λυκαβητού. Σήμερα έμαθα πως πριν απ’ αυτό γυρίζονταν στα δωμάτιά του αισθησιακές ταινίες- η από κάτω έκανε το σταυρό της σα να γλίτωσε απ’ το χειρότερο κακό που μπορούσε να τη βρει όταν μου το ‘λεγε στο ασανσέρ. «Τα παλιόπαιδα συνέχιζαν να ‘ρχονται και να ζητάνε μεροκάματο!», είπε. «Μια φορά ένας μαντράχαλος με ρώτησε αν παίζουμε σήμερα μαζί! Εμένα!». Γέλασα. Της είπα βέβαια πως ο Σειρηνάκης είναι γνωστός μου- ξανάκανε το σταυρό της έντρομη: Το κακό σου ‘ρχεται από εκεί που δεν το περιμένεις- νόμος. Κι ο κόσμος είναι, τελικά, μικρός (όχι με την παραπάνω έννοια). Ονειρικός στην πεζότητά του σαν στίχοι ποιήματος του Τάσου Λειβαδίτη που αγαπώ πολύ:

«Όλη τη νύχτα πάλεψαν απεγνωσμένα 

να σωθούν απ’ τον εαυτό τους,

δαγκώθηκαν, στα νύχια τους μείναν κομμάτια δέρμα,

γδαρθήκανε

σαν δυο ανυπεράσπιστοι εχθροί, σε μια στιγμή, αλλόφρονες,

ματωμένοι,

βγάλανε μια κραυγή

σα ναυαγοί, που, λίγο πριν ξεψυχήσουν, 

θαρρούν πως βλέπουν φώτα,

κάπου μακριά.

Κι όταν ξημέρωσε, τα σώματά τους σα δυο μεγάλα

ψαροκόκαλα

ξεβρασμένα στην όχθη ενός καινούργιου μάταιου πρωινού…».

Μετά από μισή ώρα άφησα στο τραπέζι τα υπολείμματά μου απ’ τους χοχλιούς, μερικές οδοντογλυφίδες, το τελευταίο άδειο ποτήρι απ’ τη ρακή και βγήκα ξανά στην Κάνιγγος μισοζαλισμένος. Καθαρός, πια. Καλύτερο κι από μετάληψη ήταν το μεσημέρι.  

Φιλελεύθερα, 19.7.2020.

[email protected]