Είναι αντιληπτή η ανυπομονησία που υπάρχει για να επανέλθουν τα πράγματα στην κανονικότητα και κυρίως για να ξεκινήσουν εκ νέου οι μηχανές της οικονομίας και της παραγωγικότητας. Ο περιορισμένος αριθμός κρουσμάτων που ανακοινώνεται τις τελευταίες μέρες δημιουργεί μία αισιόδοξη νότα ότι σύντομα θα είμαστε σε πρώτο στάδιο ελεύθεροι από την πανδημία. 
Ασχέτως όμως των απόψεων και των πεποιθήσεων του καθενός για τον τρόπο χειρισμού του ζητήματος, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να μην υπάρξει εκτροπή από την πορεία που αποφασίστηκε να ακολουθηθεί. Από τη στιγμή που η στρατηγική που εφαρμόσαμε ήταν αυτή των αυστηρών μέτρων και του περιορισμού, θα πρέπει να ακολουθηθεί μέχρι τέλους. Αν υπάρξει χαλάρωση νωρίτερα απ’ ό,τι πρέπει τότε υπάρχει ο κίνδυνος η μέχρι σήμερα προσπάθεια όχι απλά να ανατραπεί αλλά να δούμε και πολύ χειρότερα αποτελέσματα. Και δυστυχώς δεν είμαστε ούτε Γερμανία ούτε Σουηδία οι οποίες έχουν εξαιρετικά συστήματα υγείας και δεν ανησυχούν από την αύξηση των κρουσμάτων και την υπερφόρτωση των μονάδων εντατικής θεραπείας. 
Όλοι θέλουμε να επιστρέψουμε στην κανονικότητα. Όλοι θα θέλαμε να μην άλλαζε η καθημερινότητα μας. Έχοντας όμως ακολουθήσει τον δύσκολο δρόμο των αυστηρών περιοριστικών μέτρων δεν πρέπει να αναμένουμε πως η επάνοδος θα είναι ταχεία και άμεση. Και ούτε πρέπει να είναι. 
Μέχρι και πριν μερικές ώρες μαθαίναμε για εντοπισμό κρουσμάτων χωρίς συμπτώματα και «ορφανά». Υπάρχουν ακόμα εστίες του ιού και η όποια χαλάρωση πρέπει να είμαι μετρημένη, προμελετημένη και απόλυτα αιτιολογημένη. 
Εάν κάτι δεν πάει καλά και χρειαστεί επανέναρξη της όλης προσπάθειας, το πλήγμα θα είναι πολύ μεγαλύτερο και διπλά επώδυνο. 
Η οικονομία αντέχει ακόμα μερικούς μήνες υπό τα σημερινά δεδομένα. Δεν θα αντέξει όμως αν πρέπει τα περιοριστικά να αρχίσουν ξανά από την αρχή και να διαρκέσουν για άλλο τόσο χρονικό διάστημα. Καλύτερα λοιπόν να κρατήσουμε τον ασθενή στον αναπνευστήρα μέχρι να είμαστε βέβαιοι ότι μπορεί να ανακάμψει.