Μέσα από τις ταινίες του θέλει να αγγίξει τον άνθρωπο στο βάθος της ύπαρξής του. Να προβληματιστεί, να κλάψει, να διερωτηθεί ποιος είναι, πού πάει, από πού έρχεται… Ο Μιχάλης Χαπέσιης είναι Ελληνοκύπριος αρχιτέκτονας, συγγραφέας, παραγωγός και σκηνοθέτης που ζει κι εργάζεται στο Λονδίνο. Οι ταινίες του έχουν προβληθεί σε διεθνή φεστιβάλ Κινηματογράφου σε διάφορες χώρες ενώ πέρσι η ταινία «Αντίδοτον» πήρε το βραβείο «Ελληνες του Κόσμου» στο 39ο Φεστιβάλ ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας. Η τελευταία ταινία του «Η ζωή της Ελένης Παυλή», θα προβληθεί στο 7ο Διεθνές Φεστιβάλ Μικρού Μήκους Κύπρου που αρχίζει στις 14 Οκτωβρίου. 

– Μεγαλώσατε στην Κερύνεια. Τι μνήμες έχετε από εκείνα τα χρόνια;
Γεννήθηκα στην Κύπρο και σε ηλικία ενός έτους πήγαμε οικογενειακώς στο Λονδίνο. Επιστρέψαμε με τη μητέρα μου όταν ήμουν 5 χρονών, Γενάρη του 1964. Από το Λονδίνο έχω λίγες μνήμες, όμως έζησα στον Άγιο Αμβρόσιο μέχρι τα 15 μου. Οι θείοι μου ήταν τσιαττιστές, οι καλύτεροι της εποχής. Επειδή μέναμε στην άκρη του χωριού, κάπως απομονωμένοι, είχα επαφή περισσότερο με τα δέντρα, τα πουλιά και τις πέτρες του Πενταδάκτυλου παρά με άλλα παιδιά της ηλικίας μου. Καθόμουν ώρες πολλές στην Καψάλα, κοντά στη θάλασσα, και έβλεπα τα κύματα να παίζουν με τα βότσαλα. Όταν καθήσεις αρκετά, λες και αρχίζουν να σου μιλάνε…

– Πήγατε στην Κερύνεια μετά το άνοιγμα των οδοφραγμάτων;
Πήγα πρόπερσι με ένα φίλο μου για να δει τον Παντοκράτορα στον Αντιφωνητή. Από τότε πήγα αρκετές φορές, ψάχνοντας ματαίως να βρω κάτι δικό μου, ένα παλιό παιχνίδι, ένα βελόνι της μάνας μου, οτιδήποτε. Σκάλιζα το χώμα έξω από το σπίτι μας, αλλά δεν βρήκα τίποτα, ήταν όμως σαν να μου φώναζαν οι οπτασίες των γονιών μου πως δεν θα ησυχάσουν ώσπου να τους θάψω στο χωριό μας… Μετά από κάθε επίσκεψη ήμουν άρρωστος για μέρες, γι’ αυτό σταμάτησα να πηγαίνω. Η Κερύνεια είναι μια ανοικτή πληγή που δεν λέει να κλείσει. 

– Σπουδάσατε αρχιτεκτονική, εργαστήκατε και κάποια χρόνια στην Κύπρο. Τι σας έσπρωξε στον κινηματογράφο;
Ήθελα πάντα να σπουδάσω σκηνοθεσία, αλλά οι γονείς μου δεν ήθελαν να ακούσουν. Η αδελφή σου έγινε γιατρός, έλεγαν, εσύ θα μας γίνεις πριμαντόνα; Πού να ήξεραν ότι τη «ζημιά» μού την έκανε εκείνη, όταν σε ηλικία 7 χρονών μου χάρισε μια κάμερα Zorki 6. Απο τότε ερωτεύτηκα τη φωτογραφία, αν και δεν μετανιώνω που σπούδασα αρχιτεκτονική. Συνδυάζοντας τις αρχιτεκτονικές γνώσεις και κάποιο ταλέντο στη φωτογραφία και στο γράψιμο, άρχισα δειλά-δειλά να κάνω τις πρώτες μου ταινίες το 2001. 

– Πώς σας βοήθησε στις ταινίες σας η αρχιτεκτονική;
Η μεθοδολογία είναι η ίδια: Χρειάζεσαι σχέδιο για να κτίσεις ένα κτήριο, το ίδιο και για μια ταινία, το σενάριο. Όσο πιο καλό είναι το σχέδιό σου, τόσο πιο καλό θα γίνει το κτήριο, και όσο πιο καλό το σενάριο, τόσο καλύτερη η ταινία. Ό,τι και να κάνεις όμως, η τελειότητα απαιτεί 95% σκληρή εργασία και 5% ταλέντο, έμπνευση, ή όπως θέλεις πέστο. 

– Ζείτε μόνιμα στο Λονδίνο. Πώς βιώνετε το Brexit;
Δεν μας αγγίζει, διότι έχουμε και βρετανική υπηκοότητα. Όμως υπάρχει ένα κύμα εθνικισμού που μεγαλώνει και είναι επικίνδυνο. Ελπίζω ότι αυτή η παραφροσύνη θα σταματήσει κάποτε, αλλά σίγουρα όχι με την τωρινή κυβέρνηση. Η Τερέζα Μέι είναι η πιο άσχετη και ανίκανη πρωθυπουργός που πέρασε από την Downing Street, την κρατάνε όμως εκεί οι συντηρητικοί, για να γίνει αυτή το ολοκαύτωμα του Brexit και να έχουν καθαρό μητρώο οι υπόλοιποι. Ο βρετανικός λαός ψήφισε Brexit διότι παραπλανήθηκε από τους πολιτικούς της αντίδρασης και κάποιους καραγκιόζηδες σαν τον Μπόρις Τζόνσον. Αν γινόταν σήμερα ξανά ένα δημοψήφισμα, το αποτέλεσμα θα ήταν πολύ διαφορετικό. 

– H τελευταία ταινία σας,«Η ζωή της Ελένης Παυλή», αφορά στην κρίση ταυτότητας;
Είναι μια κραυγή αγωνίας για όσους ζουν στο εξωτερικό και βλέπουν τα παιδιά τους να αλλοτριώνονται. Πραγματεύεται πολλά, που ίσως για κάποιους να είναι ασήμαντα: Τι κάνεις με τους γέρους γονείς σου; Τους πετάς σε ένα ίδρυμα ή τους έχεις στο σπίτι σου; Τι κάνεις με τον άντρα ή τη γυναίκα σου σε αυτή την περίπτωση; Πώς θα διατηρήσουν την πολιτιστική τους ταυτότητα τα αποξενωμένα παιδιά σου, που τα βλέπεις να απομακρύνονται καθημερινά από εσένα; Τι θα μαγειρέψεις το μεσημέρι, πώς θα πας στη δουλειά, πώς θα έχεις και μυαλό για τη σχέση σου μέσα στην οικογένεια, πώς θα κρατήσεις όλες αυτές τις ισορροπίες χωρίς να τρελαθείς;

– Ποια είναι η Ελένη Παυλή;
Είναι μια απλή θυγατέρα, μάνα και σύζυγος που ζει και εργάζεται στο Λονδίνο. Είναι πλάσμα της φαντασίας μου, η ταινία όμως είναι εμπνευσμένη από τις διηγήσεις της Έλεν Στάφορτ για τον πατέρα της που πάσχει από ανία. Η Έλεν είναι Ελληνίδα Κύπρια παντρεμένη με Άγγλο στο Λονδίνο και είναι εκπρόσωπος των Κύπριων ηθοποιών που ζουν και εργάζονται εκεί. 

– Η ταινία σας κέρδισε εύφημο μνεία στο Φεστιβάλ Δράμας και σε λίγες μέρες θα τη δούμε και στη Λεμεσό, στο Διεθνές Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους.
Οι συμμετοχές αυτές έχουν μεγάλη σημασία για μένα και τους συνεργάτες μου, επειδή μας φέρνουν σε επαφή με την πατρίδα, το σπίτι μας. Ό,τι και αν δημιουργήσουμε, όπου και αν διακριθούμε, είναι στο όνομα της Κύπρου, παρόλο που οι ταινίες αυτές είναι γυρισμένες 100% στο εξωτερικό. Οδηγός μας είναι η αγάπη του τόπου μας.  

– Τι σας παρακινεί να φτιάχνετε ταινίες;
Θέλω να αγγίξω τον άνθρωπο στο βάθος της ύπαρξής του. Να προβληματιστεί, να κλάψει, να διερωτηθεί ποιος είναι, πού πάει, από πού έρχεται…

– Η κυπριακή κυβέρνηση θέσπισε πρόσφατα μια σειρά κινήτρων με σκοπό να προσελκύσει ξένες παραγωγές. Πώς σας φαίνεται το μέτρο;
Είναι ένα καλό πρώτο βήμα, αλλά χρειάζεται υποδομή. Χωρίς οργανωμένες εγκαταστάσεις με ξενοδοχεία κοντά, στούντιο, water tank, τεχνικούς για κατασκευές σκηνικών κ.ά., οι σημαντικές παραγωγές θα μείνουν μακριά και θα μας έρθουν μόνο οι ψιλικατζήδες και οι απατεώνες.

– Είναι δύσκολο να κάνει κάποιος ταινίες στο Λονδίνο;
Για τους Κύπριους είναι πολύ δύσκολο, διότι οι Βρετανοί δεν θα μας συγχωρέσουν ποτέ για το ’55-’59. Τους χρηματοδοτούν όλους εκτός από εμάς. Μόνο μας στήριγμα είναι η ΣΕΚιν στην Κύπρο και το Κέντρο Κινηματογράφου στην Ελλάδα. Η κινηματογραφική βιομηχανία όμως στη Βρετανία είναι ανοικτή για όλους και μας έχουν βοηθήσει στο παρελθόν σε είδος – κάμερες, φιλμ κ.ά.

– Με την οικονομική κρίση είναι δυσκολότερο να βρείτε χρηματοδότηση;
Ο προϋπολογισμός της ΣΕΚιν στην Κύπρο είναι πενιχρός και πολλές προτάσεις παραμένουν στα ράφια για χρόνια. Είναι απαράδεκτο το θέατρο να επιδοτείται με οκτώ εκατ. ευρώ και ο κινηματογράφος με ένα. Ελπίζω ότι με τη βελτίωση της οικονομίας τα πράγματα θα αλλάξουν και θα δοθεί η ευκαιρία στους Κύπριους κινηματογραφιστές να αναδείξουν το έργο και το ταλέντο τους.

– Ο γιος σας ο Παντελής σκηνοθετεί και αυτός. Συνεργάζεστε στις ταινίες σας;
Όχι, ο Παντελής και εγώ έχουμε τελείως διαφορετικές ιδέες για το τι είναι κινηματογράφος, έτσι τον έχω αφήσει να βρει τον δρόμο του ο ίδιος. Aνήκει στη γενιά του Harry Potter και του Lord of the Rings, εγώ είμαι της γενιάς του Φελίνι και του Παζολίνι, του Ταρκόφσκι και του Λεόνε. Πιστεύω ότι ο καλύτερος τρόπος για να ενηλικιωθούν τα παιδιά ως άνθρωποι και ως καλλιτέχνες, είναι να βρουν τον δρόμο τους μόνα τους. Έχω τις δικές μου απόψεις και ασκώ αυστηρή κριτική, αλλά τονίζω πάντα ότι αυτά που λέω δεν είναι πανάκεια. 

– Ποια ταινία που είδατε πρόσφατα σας άρεσε;
Ως μέλος την Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Κινηματογράφου, είχα την καλή τύχη να δω την αφρόκρεμα της ευρωπαϊκής παραγωγής για το 2017. Ξεχώρισα το Brimstone, καθώς και την τελευταία ταινία του Αντρέι Βάιντα, Afterimage. Άλλες ταινίες που αγάπησα φέτος είναι το Dunkirk – ο Κρίστοφερ Νόλαν είναι ένας σπουδαίος σκηνοθέτης που με συγκινεί.