«…Δεν έχει πάλι ύπνο κι ακούει τα ρεμπέτικα / και τα σκυλιά που αγαπούν τους μεθυσμένους…», Γιώργος Ιωάννου (Θεσσαλονίκη, 1927-1985).

Τη θυμάμαι συχνά αυτή την πόλη. Με οποιαδήποτε αφορμή. Μου τηλεφώνησε ο Ανέστης τις προάλλες για να μου πει πως είχε περάσει από τη Μανωλάκη Κυριακού στον Άγιο Δημήτριο και το χωριό της γιαγιάς του, την Κερασία Νέας Μηχανιώνας, για να πάρει κάτι καλύμματα καναπέδων late ‘60s, πως δεν μπορούσε να παρκάρει το νοικιασμένο του αυτοκίνητο κάπου -«πώς έγινε έτσι το κυκλοφορικό κι εδώ!»- πως έκανε βόλτες στο κέντρο – κυρίως στη Νέα παραλία, γύρω από το Λευκό Πύργο, τα Λαδάδικα και τη Διεθνή Έκθεση. Πως δεν γινόταν να σταματήσει κάπου για να μου πάρει τσουρέκια και τρίγωνα Πανοράματος – έστω δυο τρία απ’ αυτά τα κουλουράκια που κάνουν κρίτσι κρίτσι στο στόμα και τα πουλάνε στην Αριστοτέλους. Τις εικόνες, όμως, τις είχα ήδη σχηματίσει στο μυαλό μου.

Σα να έπινα μέτριο προς γλυκύ στη Νίκης με ομίχλη και θέα στους γλάρους να ανεβοκατεβαίνουν διψασμένοι στο νερό, στο «Café Garcon» που είναι και το αγαπημένο μου, στον πρώτο όροφο, πίσω από τις μεγάλες τζαμαρίες – σαν παλιό ποίημα του Ιωάννου, του Πατριάρχη…

Αχ, η Θεσσαλονίκη!

Κάποτε υπήρχε ένα μπαρ, μπροστά από κάποιο μικρό πάρκο, νομίζω πολύ κοντά στο κτήριο της ΕΤ3, που μάζευε κάθε Σάββατο δεκάδες παράταιρα πλάσματα του καιρού και του κόσμου, περιθωριακά, λίγο εξεζητημένα, πολύ ευαίσθητα και μόνα. Γυναίκες, άνδρες – τη Νανά θυμάμαι πιο πολύ απ’ όλους που έμαθα πως πέθανε. Λεγόταν «Ahu». Δεν θα ξεπερνούσε τα 100 τετραγωνικά, ήταν πάντα ημιφωτισμένο, έπαιζε Βίσση και Σακελλαρίου (κυρίως) και έβαζε στα ποτήρια μπόμπες. Ήταν φτηνό – δωρεάν η είσοδος, πλήρωνες μόνο το αλκοόλ -κάπου στις χίλιες δραχμές-, αλλά αν σε συμπαθούσε πολύ ο Στέλιος κι έκανες κέφι ή του έλεγες πως είσαι λαϊκό αγόρι, ελαιοχρωματιστής και υφαντής από την Τούμπα, μπορεί και να σου κέρναγε όλα τα τζιν τόνικ. Εκείνη την εποχή έμενα στο σπίτι του φίλου μου του Γιώργου, στη Δοϊράνης, με θέα στο Πανεπιστήμιο, με το τυροπιτάδικο στο ισόγειο που είχε κάποιος ιδιοκτήτης μαγαζιού ηλεκτρικών συσκευών με μπαμπά απ’ τη Χαλκιδική και εξοχικό στην Ουρανούπουλη – τα θυμάμαι ακόμα όλα σαν φωτογραφικά φλας του νου, είκοσι χρόνια μετά.

Αλλά η Εγνατία, ο Βαρδάρης – τι ποίηση, τι έξοχα όλα, τι βόλτες!

Το ξενοδοχείο «Αλεξάνδρεια», κοντά στους τρύπιους δρόμους του οβελιστηρίου «Ο Θανάσης» με τις πράσινες πλάκες επάνω στις οποίες έπρεπε να κάνεις μεγάλα άλματα για να περάσεις στο απέναντι πεζοδρόμιο, ήταν στο στόμα των σκουπιδιών. Τη μέρα δεν καταλάβαινες πολλά από όσα θα συνέβαιναν το βράδυ: Επιβάτες των ΚΤΕΛ πηγαινοέρχονταν στα τραπεζάκια πίνοντας φραπέ, μανάδες τσακώνονταν με τα παιδιά τους τραβώντας τα απ’ το γιακά, βούλγαροι παζάρευαν τις τιμές στις φόρμες γυμναστικής και στα σορτσάκια, κανά δυο άνδρες, κάπως μελαμψοί, πηγαινοέρχονταν άσκοπα ή περιμένοντας στις στάσεις κάποιο λεωφορείο χωρίς ακριβή κατεύθυνση και ρωτώντας τους περαστικούς για το «Διοικητήριο» ή την «Καλαμαριά» κι «από που πάει το 12». Αλλά η νύχτα…

«Όταν τις νύχτες τριγυρνώ στη μοναξιά μου / ψάχνω μες σε χιλιάδες πρόσωπα να βρω / εκείνο το τρεμούλιασμα στην άκρη του ματιού σου».

Τα τριανταφυλλένια χαμόγελα μετατρέπονταν σε κάκτους, τα λευκά φανάρια των δρόμων έσπαγαν από κόκκινες αποχρώσεις που δημιουργούσαν λαμπτήρες, όλα φαίνονταν φυσιολογικά και η αμαρτία ήταν προσευχή αγίου της Διαγωνίου (του κυρίου Ντίνου ως αρχαγγέλου πρωτίστως). Η Εγνατία, στις αρχές της, ήταν η Σατωβριάνδου της Αθήνας – τόσες καίριες ομοιότητες μεταξύ τους μαζεμένες δεν θα ‘βρισκες πουθενά αλλού στην Ελλάδα. Κάποτε. 

Στην είσοδο του ξενοδοχείου συναντούσα συνήθως χαρούμενους μα σοβαρούς ανθρώπους, απενοχοποιημένους στις απολαύσεις και στα ντέρτια – ήρωες των μυθιστορημάτων του Κοροβίνη που μυρίζεται το «αίμα» της πόλης όσο λίγοι και παραμένει ακμαίος. Γεννημένοι άνθρωποι για ανάγκες βαθιές και εκ φύσεως λεβέντες (με την παλιά τη σημασία).

Ένα πρωινό, παίρνοντας ταξί για να βρεθώ στην οδό Σκεπαστού της Άνω Πόλης, προσκυνητής και ταματοφόρος του μεγίστου ποιητή της πόλης, είχα καθίσει για λίγο έξω από ένα σπίτι με θέα στο Θερμαϊκό και σκεφτόμουν όλες εκείνες τις παλιές διαβαθμίσεις των ερώτων και των καταστροφών τους, όλα αυτά που είχαν κάνει το προηγούμενο βράδυ κάποια παιδιά του Βαρδάρη να ερωτεύονται – καλοταϊσμένα στο «Σέρπικο», κοντά στα δικηγορικά γραφεία, ή στο Κρητικό «Χαρούπι» του Μανώλη, στην Δόξης. «Φοβάμαι πως οι μεγαλύτεροι έρωτες της ζωής μας θα είναι πάντα οι ανεκπλήρωτοι», θα μου έλεγε αργότερα ο κύριος Ντίνος, ο προφήτης. Που σπούδασε την πραγματικότητα και που -αν και χαμένος στους λαβυρίνθους του μυαλού του τα τελευταία χρόνια- μόλις άκουγε Τσιτσάνη από το παλιό κασετόφωνο του σαλονιού του με τον Καβάφη σε κάδρο στον τοίχο, γούρλωνε τα μάτια σαν κάτι εντόσθιό του να ‘παιρνε πάλι ζωή πριν από τον φυσικό του θάνατο εκείνο τον ζεστό Αύγουστο που οι μύγες ήταν παχιές. 

Θυμήθηκα πάλι σήμερα την πόλη, απ’ αυτή την τραγικότητα της εν ψυχρώ δολοφονίας του Άλκη, από ένα podcast του Άρη Δημοκίδη για την «ερωτική Θεσσαλονίκη» και τις εποχές που ο Βαρδάρης είχε πιάτσες, νταήδες και μαχαιροβγάλτες, από τις εικόνες της «Σμύρνης» στο σινεμά που θυμίζει τόσο πολύ την πόλη των Ελλήνων (που ήταν κάποτε «των Εβραίων η μητρόπολη»), από όλη αυτή την τοπικών συμφερόντων μεγάλη συζήτηση που ξεκίνησε αν η παραλιακή πλατεία Ελευθερίας θα μετατραπεί σε πάρκινγκ ή σε μνημείο. Κι όλο λέω πως ό,τι άφησες πίσω σου ποτέ -ποτέ- δεν πεθαίνει μα πάντα θα σου ξανασυστήνεται – χαίρω (και πάλι) πολύ.  

[email protected]

Ελεύθερα, 6.2.2022.