Θα θυμόμαστε όλοι στα μαθητικά μας χρόνια πριν το 1974, τις μεγάλες εορτές μας που γιορτάζαμε ως Έθνος την 28η Οκτωβρίου 1940, 1η Απριλίου 1955, 25η Μαρτίου 1821, που μνημονεύουμε τους αγώνες του Έθνους, τους νεκρούς μας που θυσιάστηκαν στον βωμό της ελευθερίας και αποτελούν και θα αποτελέσουν το φωτεινό παράδειγμα για μας και για τους επερχόμενους Έλληνες στο μέλλον.
Η τραγικότητα του 1974 με το προδοτικό πραξικόπημα και την βάρβαρη τουρκική εισβολή, ήταν η αφετηρία μιας μεγάλης θλίψης για τον κυπριακό ελληνισμό, που ακόμα αγωνίζεται και θα αγωνίζεται μέχρι τέλους για την αποκατάσταση των δικαίων του για την ελευθερία και τη δικαιοσύνη.
Στην καριέρα μου ως Αξ/κος των Ενόπλων Δυνάμεων της Κυπριακής Δημοκρατίας, διαπίστωσα ένα φαινόμενο το οποίο αποτυπώνεται στον Κυπριακό λαό, το φαινόμενο της θλίψης, και φυσιολογικά αφού μετά το τραγικό ‘74, σχεδόν 9 μήνες του χρόνου θλιβόμαστε με τις θύμησες για τους τόσους πολλούς νεκρούς μας, τους ήρωές μας και πολύ ορθά.
Αλλά κατά την άποψη μου υπάρχει ένα θέμα που ως Κυπριακή Πολιτεία πρέπει να το ρυθμίσουμε. Έχουμε χρέος απέναντι στα παιδιά μας, στα εγγόνια μας και στις επερχόμενες γενιές Ελλήνων της Κύπρου να θέσουμε το θέμα αυτής της θλίψης που αντιμετωπίζουμε να τεθεί σε ορθή βάση.
Σε καμία χώρα του κόσμου πιστεύω ότι δεν υπάρχει τέτοια αντιμετώπιση με το θέμα των μνημοσύνων των νεκρών ηρώων μας και εξηγώ, με ένα παράδειγμα. Σε ένα συγκεκριμένο χρόνο το ΓΕΕΦ συμμετείχε και παρέστη ως όφειλε σε 3.600 τελετές μνημοσύνων. Τι δεικνύει αυτός ο αριθμός; Ότι έχει ξεφύγει η έννοια και ο σκοπός που γίνεται το μνημόσυνο. Οι νεκροί μας, οι ήρωες μας, το μόνο που θέλουν από εμάς είναι το παράδειγμα της αυτοθυσίας τους να το ακολουθήσουμε και όχι να το εκμεταλλευόμαστε, είτε πολιτικά είτε για οποιονδήποτε άλλο λόγω. Στην Κύπρο αυτό που συμβαίνει δεν είναι σεβασμός με την προηγούμενη έννοια, αλλά μια εκμετάλλευση του γεγονότος από οποιοδήποτε κράτος, κόμματα, οργανώσεις, συνδέσμους κ.λπ. Αυτό δείχνει, όπως ανάφερα, ασέβεια στους μνημονευόμενους, διότι δεν συνδέεται με το παράδειγμά τους.
Γι’ αυτό είμαι της γνώμης ότι θα πρέπει να αλλάξει ο τρόπος αντιμετώπισης του συγκεκριμένου θέματος. Δηλαδή να γιορτάζουμε οπωσδήποτε τις Εθνικές μας Επετείους και να μνημονεύουμε τους υπόλοιπους νεκρούς μας για τις θλιβερές επετείους 15 Ιουλίου και 20 Ιουλίου και τους υπόλοιπους που θυσιάστηκαν για την ελευθερία της Κύπρου, δύο φορές τον χρόνο, να τιμώνται και να μνημονεύονται σε όλη την Κύπρο με μνημόσυνα, οι γνωστοί και άγνωστοι ήρωές μας. Η πρώτη φορά να είναι το Ψυχοσάββατο (δεύτερο Σάββατο μετά την Κυριακή του Ασώτου) πριν το Πάσχα και η δεύτερη το Ψυχοσάββατο πριν την Πεντηκοστή, όπου με τη συμμετοχή όλων και τις διάφορες εκδηλώσεις του κυπριακού λαού, θα πρέπει να αποδίδονται οι πρέπουσες εκδηλώσεις τιμής και σεβασμού. Εννοείται ότι οι υπόλοιποι από τους αγνοούμενους μας, που ευχόμαστε να ανευρεθούν, θα τύχουν της ανάλογης τιμής και σεβασμού από την πολιτεία, όπως και οι υπόλοιποι.
Τις συγκεκριμένες ημερολογιακές ημέρες θυσίας των νεκρών μας, θα πρέπει να αφήνεται η οικογένεια του κάθε ενός να τον μνημονεύει, χωρίς ομιλίες πολιτικών ή οτιδήποτε άλλο. Έτσι γίνεται σε όλο τον κόσμο. 
Τελειώνοντας θα έλεγα ότι ο κυπριακός ελληνισμός αγωνίζεται εδώ και τόσα χρόνια για τα δίκαια και την ελευθερία του, θα πρέπει και εμείς να τον διαφυλάξουμε σαν κόρην οφθαλμού. Γιατί αξίζει να είναι χαρούμενος τουλάχιστον τις περισσότερες μέρες του χρόνου, γι’ αυτό κύριε υπουργέ Άμυνας θα πρέπει να ρυθμισθεί το θέμα το συντομότερο δυνατό. Το απαιτούν τα παιδιά μας, τα εγγόνια μας, η Κυπριακή Πολιτεία, οι επερχόμενες γενιές της Κύπρου, το αξίζουν, και πρέπει να ρυθμιστεί το θέμα, γιατί ο κυπριακός ελληνισμός πρέπει να σέβεται και να τιμά τους νεκρούς του όπως θα ήθελαν και οι ίδιοι οι γνωστοί και άγνωστοι ήρωές μας.