Δεν υπάρχει άλλη χώρα στον κόσμο που σχεδόν όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι εξαίρετοι, αλλά όταν απευθυνθείς στη δημόσια υπηρεσία διαπιστώνεις ακριβώς το αντίθετο. Συγκεκριμένα, διαπιστώνεις ότι εν έτει 2019 δυστυχώς συνεχίζονται να συντηρούνται νοοτροπίες του 1960. Και όλα αυτά, λόγω του ισοπεδωτικού συστήματος αξιολόγησης, το οποίο κρίνει σχεδόν όλους τους δημόσιους υπαλλήλους ως εξαίρετους. Σύμφωνα με την έκθεση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, το 95,09% των δημοσίων υπαλλήλων που αξιολογήθηκαν, έχουν αξιολογηθεί ως εξαίρετοι σε όλα τα στοιχεία αξιολόγησης, ενώ μόλις 11, από τους 11.872 υπαλλήλους, έτυχαν αξιολόγησης ως «μη ικανοποιητικοί» και αυτό σε μερικά μόνο στοιχεία αξιολόγησης. Λόγω του συγκεκριμένου συστήματος οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν έχουν κανένα κίνητρο για να βελτιώσουν την αποδοτικότητα και την παραγωγικότητά τους, καθώς γνωρίζουν ότι είτε δουλέψουν σωστά είτε όχι, θα αξιολογηθούν για άλλη μια χρονιά ως εξαίρετοι. 
Το ισοπεδωτικό σύστημα αξιολόγησης που εφαρμόζεται σήμερα λειτουργεί και εις βάρος των πραγματικά άξιων και σωστών δημόσιων υπαλλήλων, οι οποίοι έχουν τα προσόντα τόσο τα επαγγελματικά όσο και τα ακαδημαϊκά, αλλά και προσφέρουν την ψυχή τους στη δουλειά τους. Κάθε χρόνο, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας επισημαίνει στις ετήσιες εκθέσεις της το ζήτημα της ισοπεδωτικής αξιολόγησης των δημόσιων υπαλλήλων, η οποία δημιουργεί έντονα προβλήματα στην πλήρωση των θέσεων προαγωγής.
Μάλιστα, παραδέχεται πως λόγω της ισοπεδωτικής αξιολόγησης η Επιτροπή επιλέγει τους δημόσιους υπαλλήλους, με βάση την αρχαιότητα των υποψηφίων, η οποία μερικές φορές καθορίζεται από την ηλικία των υποψηφίων. Το μορφωτικό επίπεδο της πλειοψηφίας των δημοσίων υπαλλήλων είναι ψηλό, καθώς το 61,9% είναι κάτοχοι πανεπιστημιακών ή μεταπτυχιακών προσόντων. Αξίζει να σημειωθεί πως μόνο το 28,4% του συνόλου των θέσεων της δημόσιας υπηρεσίας το πανεπιστημιακό προσόν είναι προαπαιτούμενο. 
Το σύστημα από μόνο του αδικεί τους καλούς δημόσιους υπαλλήλους, οι οποίοι δεν είναι λίγοι, καθώς δεν προάγονται στη βάση των πραγματικών ικανοτήτων και δυνατοτήτων τους. Τις κακές πρακτικές του παρελθόντος αναμένεται να λύσουν τα νομοσχέδια για τη μεταρρύθμιση της δημόσιας υπηρεσίας. Με τα νομοσχέδια θα προάγονται οι πραγματικοί «άριστοι», οι οποίοι κατέχουν τα προσόντα και την πείρα και δεν θα προάγονται οι δημόσιοι υπάλληλοι, με μοναδικό κριτήριο την αρχαιότητα και τις γνωριμίες.
 Ας ελπίσουμε κατά τη συζήτηση του σχετικού νομοθετικού πακέτου στη Βουλή, οι βουλευτές να μην υποκύψουν στις αντιδράσεις που θα υπάρξουν. Ας ελπίσουμε τα κόμματα να μην προχωρήσουν σε τέτοιες τροποποιήσεις, οι οποίες ουσιαστικά θα ακυρώνουν τη μεταρρυθμιστική προσπάθεια και να συντηρούν την υφιστάμενη κατάσταση. Οι βουλευτές δεν πρέπει να βάλουν μπροστά το κομματικό συμφέρον, αλλά το γενικό καλό, καθώς το νέο σύστημα που προωθείται θα επιφέρει δικαιοσύνη και θα προάγει τους πραγματικά καλούς. 
Στο μεταξύ η Ελεγκτική Υπηρεσία, το αμέσως επόμενο διάστημα, οργανώνει στοχευμένους επιτόπιους ελέγχους σε υπουργεία, κυβερνητικά τμήματα και υπηρεσίες για να διαπιστώσει την παραγωγικότητα των δημοσίων υπαλλήλων σε νευραλγικές υπηρεσίες του κράτους που ταλαιπωρούν αντί να εξυπηρετούν τους πολίτες. Μέσα από αυτούς τους ελέγχους θα διαπιστωθεί κατά πόσο οι υπουργοί, στους οποίους υπάγονται οι υπηρεσίες και τα τμήματα που θα ελεγχθούν, διαχειρίζονται τους πόρους τους –ανθρώπινους, υλικούς και χρηματικούς– κατά τρόπο οικονομικό, αποδοτικό και αποτελεσματικό. 
Τα αποτελέσματα των ελέγχων θα είναι σημαντικά για την κυβέρνηση, καθώς σε περίπτωση αρνητικών διαπιστώσεων θα είναι μια ευκαιρία για να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα, ανά υπηρεσία. Με τους ελέγχους αλλά και με τη μεταρρύθμιση που προωθείται, σίγουρα η δημόσια υπηρεσία θα απαλλαγεί από νοοτροπίες, αλλά και από πολλά προβλήματα από τα οποία σήμερα ταλαιπωρείται.