Παραβίαση δεδικασμένου, πλημμελή διερεύνηση της αίτησης για παροχή σύνταξης ανικανότητας αλλά και ανεπαρκή αιτιολογία διαπίστωσε το Διοικητικό Δικαστήριο ακυρώνοντας απόφαση του υπουργείου Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα γυναίκας για παροχή σύνταξης ανικανότητας.
 
Είναι η δεύτερη φορά που το δικαστήριο ακυρώνει την απόφαση των αρμόδιων υπηρεσιών και η τρίτη που οι κρατικές υπηρεσίες καλούνται να εξετάσουν την υπόθεση. Η προσφεύγουσα στη Δικαιοσύνη είναι σήμερα ηλικίας 64 χρόνων και μέχρι το 2006 ασκούσε το επάγγελμα της καθαρίστριας. Μεταξύ των ετών 2006-2012 ελάμβανε σύνταξη ανικανότητας σε ποσοστό 75% από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Η σύνταξη τερματίστηκε βάσει γνωμάτευσης Ιατρικού Συμβουλίου ότι η αιτήτρια δεν ήταν ανίκανη για άσκηση του επαγγέλματός της.
Εναντίον της απόφασης τερματισμού καταβολής της σύνταξης ασκήθηκε ιεραρχική προσφυγή, στην υπουργό Εργασίας, η οποία απορρίφθηκε τον Δεκέμβριο του 2012. 
Οκτώ μήνες μετά, υπέβαλε εκ νέου αίτηση για σύνταξη ανικανότητας, προσκομίζοντας σχετική έκθεση του θεράποντος ιατρού της. Η αίτηση εξετάστηκε και απορρίφθηκε από το Ορθοπεδικό Ιατρικό Συμβούλιο. Ακολούθησε ιεραρχική προσφυγή η οποία επίσης απορρίφθηκε. Εν συνεχεία ασκήθηκε προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο, η οποία όμως δεν προχώρησε αφού η απόφαση ανακλήθηκε ένεκα της διαπίστωσης ότι δεν ήταν ορθή η σύνθεση του Ιατροσυμβουλίου.
 
Η διαδικασία επαναλήφθηκε και έφτασε ξανά στο Διοικητικό Δικαστήριο, το οποίο με απόφασή του το 2018 ακύρωσε την απόφαση απόρριψης του αιτήματος παροχής σύνταξης ανικανότητας.  Το σκηνικό επαναλήφθηκε. Το αίτημα απορρίφθηκε και ασκήθηκε νέα προσφυγή. Εξετάζοντας τα δεδομένα της υπόθεσης, το Διοικητικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, «κατά την επανεξέταση, πλην της λεκτικής αναφοράς ότι λήφθηκε “υπόψη το κοινωνικό και επαγγελματικό ιστορικό της ασθενούς”, ότι δηλαδή η αιτήτρια είναι “Καθαρίστρια, 58 ετών, έγγαμη”, και πάλιν η αιτιολογία περιορίζεται στα όσα στην ακυρωτική απόφαση κρίθηκαν ως ανεπαρκή.
 
Επίσης, πλην της λεκτικής αναφοράς ότι το πρόβλημα της αιτήτριας δεν την εμποδίζει να ασκεί το επάγγελμά της “παρόλο που ο θεράπων ιατρός της αναφέρει επιδείνωση”, δεν αναφέρεται οτιδήποτε το οποίο να αιτιολογεί με πληρότητα και σαφήνεια, όπως η ακυρωτική απόφαση υπέδειξε, τη διαφοροποίηση από την εκτίμηση του θεράποντος ιατρού».Αποτέλεσμα ήταν η επιτυχία της προσφυγής και μάλιστα για λόγους οι οποίοι αφήνουν εκτεθειμένο το Ιατροσυμβούλιο.