«Φυλές» της Νίνα Ρέιν σε σκηνοθεσία Αθηνάς Κάσιου, στη Νέα Σκηνή ΘΟΚ. 

Παρακολούθησα τις δύο παραγωγές του Θεατρικού Οργανισμού με διαφορά δύο ημερών τη μία από την άλλη –την προηγούμενη Παρασκευή τις «Φυλές» και την Κυριακή τη «Στέλλα με τα Κόκκινα Γάντια». Η ολιγόμετρη απόσταση της Νέας από την Κεντρική Σκηνή μου φάνηκε αβυσσαλέα. Σαν να βρίσκεται η μία στον Ακάμα κι η άλλη στον Απόστολο Ανδρέα. Διερωτώμαι αν ο ΘΟΚ συνειδητά έχει επιλέξει να απευθύνεται σε διαφορετικό κοινό, αν έχει εσκεμμένα τραβήξει μια κόκκινη διαχωριστική γραμμή στους θεατρόφιλους, καλώντας τους να διαλέξουν πλευρά. Και δεν είναι ζήτημα πλουραλισμού. Είναι λες και τίθεται στο κοινό ένα ιδεολογικό δίλημμα.

Η περίπτωση της παραγωγής της Νέας Σκηνής εντάσσεται σ’ αυτές όπου ένα καλό και δοκιμασμένο σύγχρονο έργο ευτυχεί να βρει τις συνθήκες, το όραμα και τους ανθρώπους για ν’ απογειωθεί, να φέρει άψογα εις πέρας την αποστολή του. Θα μπορούσα να φανταστώ το έργο της Νίνα Ρέιν στον χώρο του Space. Εκεί βέβαια η Αθηνά Κάσιου δεν θα είχε τα ίδια υλικά και έμψυχα μέσα, θα είχε όμως την ίδια καλλιτεχνική ελευθερία να εργαστεί σε βάθος για να φέρει εις πέρας μια παραγωγή προσαρμοσμένη στις ειδικές συνθήκες του ιδιάζοντος καλλιτεχνικού της σύμπαντος. Ένιωσα ιδιαίτερη χαρά διαπιστώνοντας ότι εργάστηκε αξιοποιώντας στο έπακρο τα πλεονεκτήματα που της πρόσφερε ο Οργανισμός, αλλά με την ίδια νοοτροπία και περιέργεια που χαρακτηρίζουν τις δικές της παραγωγές.

Αυτή η σχολαστικότητα, η εμμονή σε κάθε μικρολεπτομέρεια, ο υποδειγματικός έλεγχος των τεχνικών και καλλιτεχνικών παραμέτρων, το παιχνίδι με τις εικόνες, τις λέξεις, τις εκφράσεις, τη μουσική, τους ήχους, ακόμη και την ακουστική, απαιτεί μεν ξεχωριστές ικανότητες, όμως πάντα ελλοχεύει τον κίνδυνο αποπροσανατολισμού από τις προθέσεις του κειμένου. Η παράσταση δεν παραβλέπει τις οδηγίες και τα προαπαιτούμενα της συγγραφέως, απλώς βρίσκει τον τρόπο να τα συνδυάσει με δικές της παρεμβάσεις. Βρήκα εξαιρετική την τεχνική προσαρμογή της παράστασης, σε συνάρτηση και με τον πρωτόγνωρο για τον συγκεκριμένο χώρο τρόπο που έστησε τις θέσεις των θεατών, χωρίς η οπτική γωνία να επηρεάζει ουδόλως την όλη φιλοσοφία των δρώμενων.

Η ρεαλιστική προσέγγιση ήταν όση χρειαζόταν για να μην περιορίζει την αυτενέργεια του θεατή. Με καθοριστικό σύνεργο τη μετάφραση της Έρης Κύργια, η Κάσιου καθοδηγεί ευγενικά το κοινό στον κόσμο της Νίνα Ρέιν, αλλά γρήγορα αφήνει το χεράκι και αφήνει τον καθένα να περπατήσει μόνος του. Συστήνει το έργο χωρίς να μας πατρονάρει. Αφήνει χώρο στην αυτόβουλη συμμετοχή.

Η Νίνα Ρέιν είναι κόρη του Άγγλου ποιητή Κρεγκ Ρέιν και μικρανιψιά του νομπελίστα Ρώσου συγγραφέα Μπορίς Παστερνάκ. Το έργο αυτό όμως είναι κατά κάποιο τρόπο αντι-λογοτεχνικό και αυτοσαρκαστικό, βγάζοντας τη γλώσσα στον διανοουμενίστικο ελιτισμό. Δεν αποκλείεται να της είναι γνώριμη αυτή η φλήναφη, νευρωτική και δυσλειτουργική οικογένεια, που δυσκολεύεται να βρει τις ισορροπίες της μεταξύ προοδευτισμού και κτητικότητας. Το σίγουρο πάντως είναι ότι είναι γνώριμη σε μας. Τα μέλη της, βυθισμένα στις προσωπικές τους απογοητεύσεις, αποζητούν στοργή και σημασία από τους υπόλοιπους, αλλά κανείς δεν είναι ιδιαίτερα διατεθειμένος να την προσφέρει ο ίδιος.

Η κώφωση του μικρότερου γιου είναι το πρόσχημα της πλοκής, όμως η συγγραφέας αντιμετωπίζει ξεκάθαρα αυτή τη συνθήκη όχι ως αναπηρία, αλλά ως παράγοντα διγλωσσίας και διπολιτισμικότητας, που απλώς περιμένει να εκδηλωθεί. Άλλωστε, όσοι ακούμε, ακούμε πραγματικά; Σπάνια συμβαίνει να μας μιλά το έτερον ήμισυ ή το παιδί μας κι εμείς απλώς κουνάμε το κεφάλι μας, χαμένοι στην κοσμάρα μας; Συχνά στο μυαλό μας, εξάλλου, η απελευθέρωση από τη δικτατορία της φασαρίας αποτελεί ευγενέστατο ιδανικό. Και -γιατί όχι- η υπερβολική προφορική εκφραστικότητα πολλές φορές μοιάζει με μορφή αναπηρίας.

Με οδηγίες προφανώς της Ρέιν, η παράσταση ξεκινά με υπόκρουση τους άναρχους ήχους μιας ορχήστρας που ζεσταίνει και κουρδίζει τα όργανα. Είναι μια προσπάθεια να τονιστεί ακριβώς η προσπάθεια που κατά κανόνα απαιτείται για να συντονιστούν τα πολύπλοκα και βραχυκυκλωμένα επικοινωνιακά κανάλια μεταξύ των ανθρώπων.