Οι όροι πολλές φορές κρύβουν ιδεολογικό περιεχόμενο και υστεροβουλίες που πρέπει να προσεχθούν.

Μια από τις πιο ουσιαστικές ενδείξεις ότι η γλώσσα μας υποβλήθηκε σε συνεχείς ζυμώσεις και ότι η μορφοποίησή της σε ό,τι σήμερα καταλαβαίνουμε ως τη «γλώσσα μας» πέρασε από την κάμινο της αμφισβήτησης, της «μεταρρύθμισης», είναι και η ορολογία της. Σε ένα συνέδριο που διοργάνωσε η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών έγινε λόγος για τη Νεοελληνική Κοινή με τη διευκρίνηση στην παρένθεση «Δημοτική».

Δημοτική, λοιπόν, ή νεοελληνική κοινή; Η γλωσσική μας πραγματικότητα είναι βεβαίως μονοσήμαντη∙ όπως κι αν βαφτίσουμε το γλωσσικό μας όργανο δεν παύει να ισχύει η νέα γλωσσική τάξη πραγμάτων, ο νέος αέρας που φύσηξε με την καθιέρωση της Δημοτικής στη δημόσια υπηρεσία και γενικά στη δημόσια ζωή.

Από την άλλη δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε την ουσιαστική σημασία της λόγιας παράδοσης (που μόνο περιοριστικά θα ονομάζαμε Καθαρεύουσα), στον εμπλουτισμό της Δημοτικής και στον ενοφθαλμισμό (θα μπορούσαμε να πούμε και «μάτιασμα», αλλά δέστε πόσο χρήσιμος υφολογικά μπορεί να είναι ένας λόγιος τύπος) γλωσσικών στοιχείων από παλιότερες φάσεις της Ελληνικής στο σύγχρονο σώμα της γλώσσας.

Όμως, το θέμα της ορολογίας, εκτός από σαφής οριοθέτηση στα πλαίσια της επιστημονικής δεοντολογίας είναι -στην περίπτωσή μας- σημαντικό και ως προς τούτο: η εκφορά «νέα Ελληνική», αντί «Δημοτική» τείνει να χρησιμοποιείται ως ιδεολόγημα μιας κακώς νοούμενης υπεράσπισης της Καθαρεύουσας.

Η εκφορά «Νέα Ελληνική» πραγματικά αποδίδει με μεγαλύτερη ακρίβεια το περιεχόμενο της σημερινής γλωσσικής συγχρονίας, αφού δηλώνει αυτό το κράμα, τη λειτουργική, επιλογική σύνθεση στις δημοτικές και λόγιες φόρμες, ενώ αποκαθαίρει σε πρώτο βαθμό από τις αντιπαραθέσεις του παρελθόντος και ενώνει τα στοιχεία της νέας γλωσσικής πραγματικότητας.

Όμως, όπως άλλωστε έγινε και γίνεται με πολλές λέξεις που έχουν λάβει συμβολικό χαρακτήρα και χρησιμοποιούνται ad hoc είτε στην πολιτική, είτε στη διαφήμιση, έτσι και η «νέα Ελληνική» τείνει να μας κάνει να λησμονήσουμε με πόσες θυσίες φτάσαμε στην καθιέρωση της Δημοτικής. Αυτή η περιβόητη «επιλογική σύνθεση λόγιων και δημοτικών τύπων» δεν έγινε και τόσο ομαλά∙  στην πραγματικότητα επιβλήθηκε από έναν άνωθεν δοσμένο ακαδημαϊσμό, που ήθελε να προστατεύσει τα συμφέροντά του, αφού η υπεροχή στην κατοχή ενός πολιτισμικού αγαθού όπως η γλώσσα, συνεπάγεται όχι μόνο συμβολική εξουσία, αλλά και ουσιαστική, πραγματική.

Ας θυμηθούμε τους μύδρους ενός αυτοδίδακτου, μυλωνά στον επάγγελμα, του Menocchio Shandella που στα 1584 αντέτεινε στους ιεροεξεταστές που τον ανέκριναν πως «η χρήση των λατινικών είναι η προδοσία των φτωχών», γιατί οι συνηθισμένοι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν τι λέγεται στο δικαστήριο «και αν θέλουν να πουν δυο κουβέντες πρέπει να έχουν δικηγόρο». Η γλωσσική ικανότητα, λοιπόν, έχει πολλές φορές όχι και τόσο ευδιάκριτα παρεπόμενα, τα οποία όμως τα κέντρα εξουσίας γνωρίζουν και χρησιμοποιούν καλά, από την αρχαιότητα.

Έτσι, και η Καθαρεύουσα που ξαφνικά παρουσιάζεται ως η κυνηγημένη -και άρα συμπαθής- μορφή της Ελληνικής διεκδικεί με κάπως ανορθόδοξο -είναι η αλήθεια- τρόπο το μερίδιό της (που δικαιωματικά το έχει, δηλαδή) στην ταυτότητα της νέας μας γλώσσας.

Να λέμε, λοιπόν, Νέα Ελληνική και να εννοούμε Νέα Ελληνική…