Του Jonathan Bernstein

Η δημόσια δήλωση του προέδρου των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν το πρωί της Τρίτης (ώρα ανατολικών ΗΠΑ), με την οποία ανακοίνωσε την απαγόρευση εισαγωγής ρωσικού πετρελαίου στη χώρα του, ήταν ένα εξαιρετικό παράδειγμα του πόση σημασία έχουν οι λέξεις όταν βγαίνουν από προεδρικά χείλη – και πώς τα διάφορα ακροατήρια στα οποία απευθύνονται κάνουν περίπλοκη την αποστολή των αρχηγών του αμερικανικού κράτους.

Κοινό

Το σημαντικότερο κοινό στο οποίο είχε να απευθυνθεί ο Μπάιντεν ήταν ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν. Στόχος του Μπάιντεν πριν και μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου ήταν να εντυπωθεί στον Πούτιν πόσο σοβαρά παίρνουν οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους την επιθετικότητα του προέδρου της Ρωσίας και πόσο σοβαρές θα είναι οι συνέπειές της – χωρίς να κάνει ταυτόχρονα τίποτε που να λογίζεται ως είσοδος στον πόλεμο.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Ο Πούτιν, ο αρουραίος και έξι σενάρια διεξόδου

Όλα όσα λέει ο Μπάιντεν σχετικά με αυτό το ζήτημα, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι τα λέει ο ίδιος προφορικά (αντί, ας πούμε, να εκδώσει ένα δελτίο Τύπου), ξεκινούν με την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη σαφήνεια σε αυτό το σημείο.

Το επόμενο ακροατήριο του Μπάιντεν είναι ο πρόεδρος της Ουκρανίας Βολόντιμιρ Ζελένσκι. Η πολιτική του Μπάιντεν απαιτεί από τον Ζελένσκι και τους Ουκρανούς να συνεχίσουν να μάχονται. Αυτό είναι λεπτό ζήτημα, καθώς ο Μπάιντεν δεν μπορεί να τους παράσχει το είδος της βοήθειας χωρίς ειδικές προϋποθέσεις το οποίο θα επιθυμούσαν και το οποίο θα περίμενε να λάβει, για παράδειγμα, ένα μέλος του Συμφώνου του Βορείου Ατλαντικού (NATO).

Έπειτα, υπάρχουν οι σύμμαχοι των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ, άλλες φιλικές χώρες και, τελικά, κάθε άλλος ηγέτης παγκοσμίως – και όλοι δίνουν μεγάλη προσοχή σε αυτά που λένε οι πρόεδροι των ΗΠΑ.

Εν μέρει αυτό οφείλεται στο ότι ο Μπάιντεν προσπαθεί να διατηρήσει ανέπαφο και συνεκτικό έναν ευρύ συνασπισμό αντίθεσης στον Πούτιν. Αυτό δικαιώνει σε μεγάλο βαθμό τη γενική φήμη του Μπάιντεν για την εξειδίκευσή του στην εξωτερική πολιτική. Σε κάθε περίπτωση, οι δηλώσεις του Μπάιντεν οφείλουν να αποφεύγουν να εξοργίσουν όσους δεν έχει την πολυτέλεια να θυμώσει σε αυτή τη φάση. Δεν πρόκειται μόνο για κρατικούς παράγοντες. Ιδιωτικές εταιρείες και μη κυβερνητικοί παράγοντες αντλούν στοιχεία και διαμορφώνουν στάση με βάση αυτά που λέει ο πρόεδρος.

Εσωτερικές αναταράξεις

Μόνο μετά από όλα τα παραπάνω μπορεί ο Μπάιντεν να ανησυχεί για το εσωτερικό κοινό στις ΗΠΑ – ομάδες συμφερόντων, εταιρείες οι οποίες μπορεί να επηρεαστούν από τον χειρισμό της υπόθεσης του ρωσοουκρανικού πολέμου και ψηφοφόρους. Σίγουρα, η ομιλία της Τρίτης, που είχε προγραμματιστεί για αργά το πρωί, δεν στόχευε απευθείας στον μέσο Αμερικανό ψηφοφόρο.  Αυτό ωστόσο δεν σημαίνει ότι οι Αμερικανοί δεν θα έπαιρναν έτσι κι αλλιώς “μυρωδιά” του περιεχομένου της δήλωσης, επομένως ήταν σημαντικό ο Μπάιντεν να απέφευγε να πει οτιδήποτε το οποίο θα μπορούσε να εκληφθεί ως διαφήμιση μελλοντικής στρατιωτικής  επίθεσης.

Έχω υποστηρίξει ότι το συμφέρον του Μπάιντεν όσον αφορά την πολιτική του εν όψει των ενδιάμεσων βουλευτικών εκλογών του 2022 είναι να υποβαθμίσει την πολεμική σύγκρουση Ρωσίας-Ουκρανίας. Δυστυχώς ως προς αυτόν τον στόχο, η εξωτερική του πολιτική απαιτούσε να δώσει έμφαση στην επερχόμενη σύγκρουση στην Ουκρανία πριν ξεκινήσει η ρωσική εισβολή.

Στη συνέχεια, η ετήσια ομιλία του για την Κατάσταση της Ένωσης έτυχε να είναι προγραμματισμένη για την περασμένη εβδομάδα, αμέσως μετά την έναρξη του πολέμου, μη δίνοντας στον Μπάιντεν άλλη επιλογή από το να δώσει έμφαση στο συγκεκριμένο ζήτημα, γεγονός το οποίο του παρείχε το πλεονέκτημα ότι θα λάμβανε (όπως και έλαβε) αρκετά διακομματικό και όχι στενά Δημοκρατικό χειροκρότημα.

Ακόμη κι έτσι, το βασικό μήνυμα του Μπάιντεν προς τους ψηφοφόρους παραμένει να τους καθησυχάζει ότι οι ΗΠΑ δεν βρίσκονται σε πόλεμο και ούτε θα βρεθούν σύντομα. Σε αυτό το σημείο, ο Μπάιντεν δεν ζητά από τους πολίτες να κάνουν τίποτε περισσότερο από το να ανεχθούν το κυρίως οικονομικό κόστος μιας πολιτικής κυρώσεων η οποία ο ίδιος πιστεύει ότι είναι η καλύτερη για τη χώρα.

“Πληθωρισμός Πούτιν”

Αυτό μας οδηγεί σε εκτίναξη των τιμών της βενζίνης. Ο Μπάιντεν όντως παρείχε στους Δημοκρατικούς πολιτικούς και στους επιχειρηματίες ένα ισχυρό επιχείρημα, δηλαδή ότι πρόκειται για μια “πουτινική αύξηση των τιμών”, ένα σημείο το οποίο επανέλαβε σε σύντομα σχόλιά του στον Τύπο αργότερα μέσα στην ίδια ημέρα. Ο Αμερικανός πρόεδρος, όπως είπε, μίλησε “ανοικτά και με κατανόηση προς τον αμερικανικό λαό” σχετικά με το κόστος (ή τουλάχιστον μέρος του κόστους) με το οποίο θα πρέπει ο τελευταίος να επιβαρυνθεί. Κάτι τέτοιο αποτελεί μέρος των ευθυνών αντιπροσώπευσης του λαού από έναν πρόεδρο.

Ωστόσο η ομιλία σε καμία περίπτωση δεν ήταν ένας “φιλιππικός” στη λογική της συσπείρωσης των πολιτών προκειμένου εκείνοι να θυσιαστούν για έναν σκοπό. Ο Μπάιντεν ξεκίνησε με λεπτομέρειες σχετικά με την πολιτική του γύρω από τις κυρώσεις κι όχι με κάποιο επιχείρημα σχετικά με το γιατί κάτι από αυτά είναι απαραίτητο. Αντιμετώπισε τις κυρώσεις ως κάτι που ήταν, τουλάχιστον σε αυτό το σημείο, αυτονόητο. Όλα αυτά συνάδουν με μια σχετική “υποβάθμιση” της κατάστασης, όσο τουλάχιστον αυτό ήταν εφικτό.

Είναι επίσης συνεπές με την ιδέα ότι τυχόν εκλογικές επιπτώσεις λόγω των υψηλών τιμών της βενζόνης θα έχουν πολύ περισσότερο να κάνουν με τα αποτελέσματά μιας τέτοιας εξέλιξης παρά με τη νίκη ή ήττα στον πόλεμο προπαγάνδας γύρω από το ζήτημα των ανατιμήσεων. Σημειώστε ότι ενώ οι τιμές στις αντλίες σημείωσαν νέο ρεκόρ ονομαστικής τιμής, οι προσαρμοσμένες στον πληθωρισμό τιμές απέχουν πολύ από το ιστορικό τους υψηλό και η ενέργεια ως ποσοστό των καταναλωτικών δαπανών εξακολουθεί να είναι πολύ κάτω από τα δικά της ιστορικά υψηλά.

Η υποκρισία των Ρεπουμπλικανών σε αυτό το θέμα έχει λάβει μεγάλη προσοχή πρόσφατα, με το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα να κατηγορείται ότι πίεσε για τη διακοπή των εισαγωγών ρωσικού πετρελαίου την οποία ανακοίνωσε ο Μπάιντεν την Τρίτη και στη συνέχεια επέπληξε τον πρόεδρο για το αναπόφευκτο αποτέλεσμα του μέτρου αυτού, δηλαδή την αύξηση των τιμών.

Είναι μάλλον σωστό ότι ούτε η πολιτική ρητορεία των Ρεπουμπλικανών ούτε η Δημοκρατική προπαγάνδα του Λευκού Οίκου θα αλλάξουν το βασικό γεγονός ότι στους ανθρώπους δεν αρέσει οι τιμές της βενζίνης να εκτινάσσονται. Είναι όμως επίσης γενικά αλήθεια ότι οι ψηφοφόροι νοιάζονται για την κατεύθυνση – τάση των οικονομικών εξελίξεων περισσότερο απ’ ό,τι για τα συγκεκριμένα επίπεδα τιμών, οπότε εάν αυτές έχουν αρχίσει να μειώνονται έως το φθινόπωρο, η επίδραση του ζητήματος μέχρι τις εκλογές του Νοεμβρίου θα έχει πιθανότατα αμβλυνθεί.

Πέρα από αυτό; Σίγουρα, αξίζει τον κόπο να προσπαθεί κανείς να ρίξει την ευθύνη του πληθωρισμού στον Πούτιν, ωστόσο είναι αρκετά απίθανο οι ψηφοφόροι να ενδιαφερθούν για το ποιος φταίει πραγματικά. Εάν είναι δυσαρεστημένοι, τα σπασμένα θα τα πληρώσει ο νυν πρόεδρος και το κόμμα του.

Πηγή: BloombergOpinion