Ξαναδιαβάζω τις τρεις τελευταίες επιστολές που η τότε 40χρονη Σάρα (Σαρίνα) Σαλτιέλ (1902-1943) έστειλε τον Μάρτιο 1943 από το εβραϊκό γκέτο της Θεσσαλονίκης στον 20χρονο γιο της Μωρίς που βρισκόταν στην Αθήνα. Στα μέσα εκείνου του μήνα οι γερμανικές δυνάμεις κατοχής είχαν αρχίσει να μεταφέρουν σιδηροδρομικώς χιλιάδες Εβραίους της Θεσσαλονίκης και να τους εξοντώνουν στο ναζιστικό στρατόπεδο του Άουσβιτς – και η Σαρίνα είχε συνειδητοποιήσει ότι η μοίρα της ίδιας, του συζύγου της και όλης της οικογένειας είχε σφραγιστεί. Επιστολή 17 Μαρτίου 1943: «Αγαπημένο μου παιδί σου γράφω αυτές τις γραμμές με τα μάτια γεμάτα δάκρυα και την καρδιά παγωμένη από τον τρόμο. Μας συγκέντρωσαν όλους μέσα στο γκέτο. Πλαγιάζουμε το βράδυ με τον φόβο μιας νέας διαταγής που μας περιμένει την επομένη. Τώρα το χειρότερο είναι ο εκτοπισμός. Το αίμα μας παγώνει κάθε στιγμή, η καρδιά μας χτυπάει να σπάσει, πρέπει να εγκαταλείψουμε τα πάντα, πατρίδα, γονείς, να αποχωριστούμε ο ένας τον άλλο, φίλους και αγαθά και να φύγουμε με μόνο ένα σάκο στην πλάτη. Δεν έχουμε δικαίωμα να πάρουμε ούτε μια βαλίτσα. Η μια αμαξοστοιχία έφυγε ήδη –αγνοούμε προς ποιον προορισμό. Η δεύτερη θα φύγει σήμερα. Τη μέρα της αναχώρησης οι άνθρωποι ξετρελαμένοι καίνε έγγραφα και χρήματα, σπάζουν τα έπιπλα τους με κραυγές θανάσιμα πληγωμένων θηρίων, έπειτα φεύγουν στοιβαγμένοι σαν σαρδέλες σε βαγόνια σαν ζώα και να τους αντιμετωπίζουν με λιγότερο σεβασμό από αυτά. Δεν ξέρω τι με περιμένει αύριο τα χαράματα. Αν μας εκτοπίσουν θα προσπαθήσω να είμαι δυνατή, να αντέξω όλες τις ταλαιπωρίες, μόνο για να έχω την ευτυχία να σε ξαναδώ μια μέρα». 

Τελευταία επιστολή 21 Μαρτίου 1943: «Αγαπημένο μου παιδί, τι μπορώ να σου πω εκτός από το ότι ψυχορραγούμε σιγά-σιγά. Τρεις αποστολές έχουν φύγει με όλες τις αφάνταστες ταλαιπωρίες, χωρίς χρήματα, χωρίς τίποτε, μόνο με ένα σάκο στην πλάτη. Εμείς που είμαστε εδώ πεθαίνουμε κάθε στιγμή από τη μεγάλη αγωνία. Ίσως αυτό είναι το τελευταίο γράμμα που σου γράφω. Να έχεις την ευχή μου, ο Θεός να σε φυλάει. Σ’ αφήνω αγαπημένο μου παιδί, σε φιλώ τρυφερά, το ίδιο και ο αγαπημένος σου μπαμπάς. Η καρδιά μου ξεσκίζεται. Σαρίνα». Λίγες μέρες προηγουμένως του είχε γράψει ότι «δεν έχουμε πλέον ελπίδες παρά μόνο στον Θεό και ευχόμαστε να μη χάσουμε τα λογικά μας. Προσπαθώ να έχω υπομονή και να φιλοσοφώ, όσο αυτό είναι δυνατόν. Φίλησε τα ξαδέλφια σου εκ μέρους μας και δώσε τους κουράγιο. Μη βγαίνεις πολύ έξω για να μην κρυολογήσεις. Σε φιλώ γλυκά, το ίδιο και ο μπαμπάς».

Η Σαρίνα είναι μια μελλοθάνατη μάνα με την καρδιά της να «ξεσκίζεται». Που  «ψυχορραγεί σιγά – σιγά». Που «πεθαίνει κάθε στιγμή από τη μεγάλη αγωνία». Αλλά καθώς έρχεται γι’ αυτήν το τρένο του θανάτου, ξορκίζει το κακό συμβουλεύοντας τον γιο της να προσέχει για να μην κρυολογήσει…Για να ξαλαφρώσει από το βάρος του πόνου, φτιάχνει και για τους δύο ένα δικό της σπιτικό γλυκό που έχει μια όμορφη γεύση αμεριμνησίας και ελπίδας – του λέει ότι παρόλα αυτά, η ζωή τους συνεχίζεται. Και συνεχίζεται με μια συνηθισμένη μέρα σαν τις άλλες, όπου το θέμα είναι εκείνος να μην κρυολογήσει…